Το Σπίτι των Ονείρων

06.10.2011
O Γουίλ Άτεντον, επιτυχημένο στέλεχος εκδοτικής εταιρείας παραιτείται από τη δουλειά του στη Νέα Υόρκη, για να μετακομίσει με τη σύζυγο και τις δύο του κόρες σε ένα πανέμορφο σπίτι, σε μια κωμόπολη του Νιου Ίνγκλαντ. Όμως, πολύ σύντομα θα ανακαλύψουν ότι σε εκείνο το σπίτι στο παρελθόν, είχαν δολοφονηθεί μια μητέρα με τα παιδιά της, πιθανότατα από τον σύζυγο της οικογένειας, ο οποίος και επέζησε.

Φορτωμένο με καταστροφικό buzz, θρυλικές ιστορίες για τσακωμούς στούντιο και σκηνοθέτη, και άθλια επίδοση στα αμερικάνικα ταμεία, το «Σπίτι των Ονείρων» φτάνει και στα μέρη μας, έχοντας χάσει το στάτους ενός απλού φιλμ και κερδίσει αυτό μιας ταινίας που βλέπεις από περιέργεια – είναι τελικά τόσο κακή όσο λένε; Το τελικό αποτέλεσμα, όμως, απογοητεύει ακόμη και σε αυτό, προσγειώνοντας τις όποιες διαθέσεις χαιρέκακου χαβαλέ: η ταινία είναι απλά μια μη αξιοσημείωτη μετριότητα και τίποτα παραπάνω.

Χάρη σε μια τουλάχιστον εξωφρενική προωθητική καμπάνια που αποκάλυπτε την σημαντικότατη ανατροπή στη μέση της ιστορίας και έδινε εντελώς λανθασμένες εντυπώσεις για το όλο ύφος της, είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς πώς μπορεί κάποιος να βγει ευχαριστημένος από ένα έργο με βαθιά κρίση ταυτότητας, που ξεκινά σαν υπερφυσικό θρίλερ, στη συνέχεια παρεκκλίνει της πορείας του με μια ενδιαφέρουσα τροπή και τελικά επιστρέφει αμήχανο στις στερεοτυπικές απαιτήσεις του φινάλε ταινίας δράσης.

Ο σκηνοθέτης Τζιμ Σέρινταν δεν καταφέρνει ποτέ να κάνει την παρουσία του αισθητή και αδυνατεί να δώσει μομέντουμ στην ψυχολογική ένταση ή την αίσθηση κινδύνου, αφήνοντας τον Ντάνιελ Κρεγκ, και σε δεύτερο βαθμό και την Ρέιτσελ Βάις, να σηκώσουν στους ώμους τους όλη την ταινία. Άνευρες σκηνές, ξύλινοι διάλογοι, μονοδιάστατοι χαρακτήρες και ασαφείς προθέσεις πνίγουν την συμπαθή κεντρική ιδέα, τις όποιες δραματουργικές δυνατότητές της και τις έντιμες προσπάθειες των ηθοποιών να τις υποστηρίξουν, αφήνοντας το τελικό αποτέλεσμα να φαντάζει ένα τεράστιο μπέρδεμα.

Χριστίνα Λιάπη