Η υπόθεση του έργου περιστρέφεται γύρω από την Εμμι, μια μοναχική γερμανίδα καθαρίστρια, χήρα με τρία μεγάλα παιδιά, που ένα βροχερό βράδυ ερωτεύεται τον κατά πολύ νεότερό της μετανάστη Αλί. Η απλή αυτή γυναίκα δε θα διστάσει να εναντιωθεί στο συντηρητικό και άκρως ξενοφοβικό περίγυρό της και θα παντρευτεί τον Αλί. Το φαινομενικά αταίριαστο ζευγάρι ζει πολύ ευτυχισμένα, όμως το μίσος και η άγρια περιφρόνηση που αντιμετωπίζουν και οι δύο καθημερινά, αρχίζουν να μολύνουν τον έρωτά τους και να τρώνε τα… σωθικά τους.
Ο Σίμος Κακάλας δεν πήρε και μικρό ρίσκο όταν αποφάσισε να αναμετρηθεί με το έργο αυτό, που είχε δημιουργήσει ιδιαίτερη αίσθηση ως κινηματογραφική ταινία. Το αντιμετώπισε ωστόσο με την προσωπική του ματιά, χρησιμοποίησε τις προσφιλείς σ΄αυτόν μάσκες (οι οποίες μάλιστα ήταν φτιαγμένες από χαρτοσακούλες) και «έστησε» με ευρηματικότητα στο λιτό σκηνικό - που αποτελείτο από μεγάλους κύβους- του Αντώνη Δαγκλίδη, όλη την ιστορία της Έμμι και του Αλί. Η ευαίσθητη και κυρίως τρυφερή σκηνοθετική του ματιά «περιέθαλψε» τα συναισθήματα αγάπης των δύο κεντρικών ηρώων με στοργή και κατόρθωσε να δημιουργήσει μία ξεχωριστή ατμόσφαιρα. Δε δίστασε, μάλιστα, να εμβολίσει την ιστορία – και μάλιστα έντονα φορτισμένα κομμάτια της- με το γνωστό του καυστικό χιούμορ, αλλά και να υπερτονίσει μ΄αυτό χαρακτηριστικά των ηρώων του (για παράδειγμα «έβαλε» στη σερβιτόρα του μπαρ στήθη- μπαλόνια και μεταμόρφωσε το σύζυγο της κόρης της Έμμι σε κλασικό αυταρχικό Ελληνάρα οικογενειάρχη). Ωστόσο, όλα αυτά τα ευρήματα και κυρίως ο συνδυασμός τους, είχε αρνητικό αντίκτυπο στο ρυθμό της παράστασης και απορρόφησε μέρος της ενέργειας από τους χαρακτήρες και κυρίως από τη χημεία τους. Έτσι, κάπου η ιστορία έμεινε στην επιφάνεια και κάτι μας εμπόδισε από το να διεισδύσουμε στην ψυχοσύνθεση των ηρώων και να ταυτιστούμε με το δράμα τους.
Η Τάνια Τσανακλίδου έδωσε μια συγκινητική ερμηνεία ενσαρκώνοντας την Εμμι, «κράτησε» την παράσταση πάνω της και μας χάρισε πολύ όμορφες στιγμές, ενώ ο Κωστής Καλλιβρετάκης στο ρόλο του Αλί δεν κατάφερε να μας πείσει για τη βαθύτητα των συναισθημάτων του. Έκπληξη αποτέλεσε η ερμηνεία του Κωνσταντίνου Μωραϊτη, καθώς ανταποκρίθηκε με αξιοσημείωτη άνεση στους πολλαπλούς του ρόλους και δεν ήταν λίγες οι φορές που απέσπασε το γέλιο μας.
Τελικά αξίζει να δει κάποιος την παράσταση αυτή του Σίμου Κακάλα: Ναι, γιατί παρά τις όποιες αδυναμίες της, αποτελεί μία ιδιαίτερα πρωτότυπη προσπάθεια, που μεταδίδει θετικά vibes και αφήνει στο τέλος μία γλυκιά συναισθηματική επίγευση.
Γεωργία Οικονόμου
georgia.oikonomou@gmail,com