Η Ορέστεια αποτελεί τη μοναδική σωζόμενη αρχαία τριλογία και αποτελείται από τις τραγωδίες Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες. Θεματολογικά περιστρέφεται γύρω από τον στυγερό και αιματηρό κύκλο των Ατρειδών και πραγματεύεται τις απαρχές και το μέλλον της ανθρώπινης βίας με τον χρονικό της κύκλο να εκκινεί από την άλωση της Τροίας και να καταλήγει στην ίδρυση του Αρείου Πάγου.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς στηριζόμενος στην εξαιρετική μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη πήρε το ρίσκο να μεταφέρει τα γενόμενα στην οικογένεια των Ατρειδών στις δεκαετίες του ’40 και του ’50 και πέτυχε στο μέγιστο βαθμό το σκοπό του. Οι δύο μακρινές χρονολογικά εποχές συνδέθηκαν μεταξύ τους εποικοδομητικά, τονίστηκαν με εμπνευσμένη ευστοχία οι ομοιότητές τους (και οι δύο εποχές χαρακτηρίζονται από πολέμους και έναν διαρκή εμφύλιο αλληλοσπαραγμό), αλλά και ο φαύλος ανά τους αιώνες κύκλος της βίας. Στις Ευμενίδες η διαχρονικότητα του Αισχύλειου λόγου εκτινάχθηκε σε δυσθεώρητα ύψη, καθώς στη σκηνή ανέβηκαν ως ενόρκοι στη δίκη του Ορέστη μία ομάδα ανθρώπων βγαλμένη από το σήμερα. Απόλυτα νευραλγικός και συνδετικός ο ρόλος των μουσικών επιλογών και της επεξεργασίας του Σταύρου Γασπαράτου, καθώς σ΄ όλη την παράσταση ακούγονταν τα νοσταλγικά τραγούδια του ’40 και του ’50.
Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη που δέσποζε στην ορχήστρα του Αρχαίου Θεάτρου αρχικά ξένισε στη θέασή του, καθώς τίποτα δεν παρέπεμπε στην κλασικότητα του έργου του Αισχύλου.... Σ΄όλο το πλάτος και το μήκος της ορχήστρας δέσποζε ένα τεράστιο σαλόνι με έπιπλα εποχής τακτικώς τοποθετημένα πάνω σε νησίδες ξύλινου παρκέ. Δύο καναπέδες μ’ ένα τραπεζάκι στη μέση δεξιά και πίσω ανάμεσα στα αγριόχορτα μία καρέκλα, αριστερά μπροστά μία πολυθρόνα μ’ ένα κομοδίνο και ένα λαμπατέρ και πίσω ακόμη ένας καναπές με ένα τεράστιο μπουφέ που είχε ενσωματωμένο ένα πικαπ που έπαιζε ατμοσφαιρικά τραγούδια εποχής. Στο βάθος της σκηνής δέσποζε μία τεράστια ορθογώνια ντουλάπα η οποία διαρκώς μεταμορφωνόταν…. Σταδιακά ωστόσο όλα αυτά πήραν άλλες διαστάσεις, καθώς το εσωτερικό αυτό του πολυτελούς σπιτιού άρχισε να παρακμάζει εκ των έσω.
Ξεχωρίσαμε ιδιαίτερα την πρώτη τραγωδία, τον Αγαμέμνονα, κυρίως ως προς τα σκηνοθετικά της ευρήματα, αλλά και την έξοχή ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε. Αν μάλιστα είχαν αναπαρασταθεί με λιγότερη υπερβολή οι έντονες και «θεοχτυπημένες» σκηνές της Κασσάνδρας- Αλκηστις Πουλοπούλου, θα μιλούσαμε για μία από τις πιο εμπνευσμένες θεατρικές στιγμές των τελευταίων ετών. Στο παλάτι του Αγαμέμνονα όλα κυλούν ήρεμα. Ακούγεται από το πικαπ το νοσταλγικό τραγούδι του 1943 «Τι κι αν χαθείς» της Σοφίας Βέμπο. Τα παιδιά, Ορέστης και Ηλέκτρα είναι ακόμη μικρά, ανώριμα και ανέτοιμα να υποστούν το σύννεφο των συμφορών που καταφθάνει. Η Στεφανία Γουλιώτη – Ηλέκτρα σαν μαθήτρια φοράει στέκα στα μαλλιά και ο Ορέστης- Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης φορά χαρακτηριστικά γυαλιά του μαθητή. Ο Αγαμέμνων- Νίκος Κουρής, αρχηγός των Αργείων επιστρέφει στις Μυκήνες. Τον βλέπουμε να ξεπροβάλλει από το βάθος της σκηνής, κατακτητής της Τροίας υπό τους ήχους του «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Μαζί του φέρνει μαζί του τη μάντισσα Κασσάνδρα – Αλκηστις Πουλοπούλου, πολύτιμο λάφυρό του. Τον υποδέχεται η Κλυταιμνήστρα- Καρυοφυλλιά Καραμπέτη με ξεχωριστές τιμές. Του στρώνει ακόμη και κόκκινο χαλί. Τον περιποιείται, του τραγουδά το «Αγάπη μου η ώρα φτάνει», ψιθυρίζει τους στίχους «Της γκρίζας ψυχής μας θ’ ανοίξουν οι σάλες και βαλς θα χορεύουν στα τζάμια οι ψιχάλες» και με δόλο τον οδηγεί στο λουτρό, μέσα στην πελώρια ντουλάπα, όπου και τον δολοφονεί μαζί με την Κασσάνδρα. Όταν οι πόρτες της ανοίξουν κόκκινοι καπνοί πετάγονται από μέσα, μαζί και τα πτώματά τους…. Ο κύκλος του αίματος άνοιξε πάλι και η πτώση της οικογένειας είναι πλέον… βεβαία.
Στις Χοηφόρους που ακολούθησαν ο Ορέστης και η Ηλέκτρα έχουν ενηλικιωθεί απότομα. Η σκηνή της αναγνώρισής τους είναι η πιο δυνατή σκηνή της παράστασης. Τα δύο αδέλφια κοιτάζονται στα μάτια, τραγουδούν το «Πονεμένη ψυχή» του 1950 και αναπαριστάνουν με τη νοηματική γλώσσα στίχους όπως
«Πονεμένη ψυχή
στη ζωή μοναχή
διώξε πια τον καημό σου
και ο στεναγμός σου
ας μην αντηχεί
Ματωμένη καρδιά
πάλι κάποια βραδιά
θα ξανά 'ρθη η χαρά σου
και τα όνειρά σου
θα είν' όλο ευωδιά».
Σύντομα, ο αντρειωμένος πια Ορέστης θα σκοτώσει τη μητέρα του υπό τη μουσική υπόκρουση του «Αγάπη μου η ώρα φτάνει» (του ίδιου τραγουδιού δηλαδή με το οποίο η Κλυταιμνήστρα οδήγησε τον Αγαμέμνονα στο λουτρό εκδικούμενη τη θυσία της Ιφιγένειας), παίρνοντας εκδίκηση για το φόνο του πατέρα του και ματωμένος στο πρόσωπο και το πουκάμισο τρέπεται σε φυγή καταδιωκόμενος πια από τις… Ερινύες.
Στις Ευμενίδες, η αναπαράσταση των Ερινυών μέσα στη διάφανη πλέον ντουλάπα της Ορχήστρας είναι έξοχη. Οι Ερινύες παρά τον εξαγνισμό του Ορέστη από τον Απόλλωνα συνεχίζουν να τον κυνηγούν μέχρι την Αθήνα. Εκεί, η Αθηνά- Στεφανία Γουλιώτη παρεμβαίνει επιβλητικά από το Ανω Διάζωμα και σαν Από Μηχανής Θεά ιδρύει τον Άρειο Πάγο. Εκεί παραπέμπει τον Ορέστη για να εκδικαστεί η υπόθεση της μητροκτονίας. Ακολουθεί ένας διαχρονικός «αγώνας λόγων» φιλοσοφικού, νομικού και κοινωνικού περιεχομένου. Μολονότι προκύπτει ισοψηφία μεταξύ των ενόρκων, ο Ορέστης απαλλάσσεται από την κατηγορία, χάρη στην ψήφο της Αθηνάς. Και τότε οι Ερινύες μεταμορφώνονται σε… Ευμενίδες. Η μεταμόρφωση αυτή κλείνει και τον κύκλο του αίματος των Ατρειδών και παράλληλα εξυμνεί την λειτουργία της πειθούς, αλλά και την ανάγκη συναινετικών διαδικασιών στη ζωή και κατ΄επέκταση στην κοινωνία.
Αυτό που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση ήταν πως η παράσταση αυτή ήταν ουσιαστικά μία βαθιά ομαδική δουλειά, μία δουλειά στην οποία μια σφιχτή ομάδα δώδεκα πολύ αξιόλογων ηθοποιών μοιράζεται όλους τους ρόλους συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Χορού. Απόλυτοι λοιπόν πρωταγωνιστές δεν υπήρξαν. Υπήρξαν ωστόσο «απόλυτες» ερμηνείες. Εξαιρετικός ο Νίκος Κουρής έδωσε μία στιβαρή και απόλυτα πειστική ερμηνεία ως Αγαμέμνων, αλλά και ως μέλος του χορού αργότερα. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη σε μία από τις καλύτερες στιγμές της. Ανατριχιαστική ως Κλυταιμνήστρα και απόλυτα πειστική ως Ερινύα παρέδωσε μαθήματα υποκριτικής στο Επιδαύριο θέατρο. Στο ίδιο μήκος κινήθηκε και η ερμηνεία της Στεφανίας Γουλιώτη ως Ηλέκτρα και Θεά Αθηνά. Μαγνήτιζε το βλέμμα μας με την κινησιολογία της και μας συγκλόνισε στη σκηνή της αναγνώρισης με τον αδελφό της Ορέστη. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης άργησε μεν λίγο να «ζεσταθεί», ήταν δε πειστικός ως Ορέστης. Η ερμηνεία του ωστόσο είχε μία αδικαιολόγητη θαμπάδα που τον εμπόδισε να «λάμψει». Ο Νίκος Ψαράς ως Πυλαδης, αλλά ιδιαίτερα και ως Λοξίας/Απόλλωνας έδωσε μία ερμηνεία που πραγματικά ξεχώρισε. Εξαιρετικοί στους ρόλους τους οι Δημήτρης Παπανικολάου (Αίγισθος), Ιερώνυμος Καλετσάνος (Κήρυκας), και Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Φύλακας).
Η Αλκηστις Πουλοπούλου έδωσε την πιο αδύναμη ερμηνεία, ιδιαίτερα ως Κασσάνδρα στον «Αγαμέμνονα». Ο τόνος της φωνής της ακουγόταν παράταιρος, ενώ η υπερβολή στην κίνησή της και το έντονο στιλιζάρισμά της της στέρησαν το απαιτούμενο υποκριτικό εκτόπισμα.
Αξίζει να δει κάποιος την Ορέστεια δια χειρός Χουβαρδά; Επιβάλλεται θα λέγαμε, αρκεί να γνωρίζει πως δε θα δει μία κλασική αναπαράσταση της ιστορίας. Πρόκειται για μία χορταστική παράσταση υψηλής αισθητικής που τοποθετείται με σαφήνεια πάνω στις δυναμικές της ατομικής, οικογενειακής, πολιτικής και κοινωνικής βίας και ταυτόχρονα αποτελεί ένα εύστοχο πολιτικό σχόλιο των όσων διαδραματίζονται σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης.
Γεωργία Οικονόμου