Είδαμε τα Κύματα σε σκηνοθεσία Δ. Καραντζά [και παρασυρθήκαμε στη δίνη τους]

01.02.2015
Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση παρουσιάζει για δεύτερη χρονιά μια παράσταση-πρόταση, βασισμένη στο έξοχο μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ «Τα Κύματα». Το Θέατρο Σφενδόνη μετατρέπεται σε τόπο συνάντησης των έξι φίλων του έργου κάθε Δευτέρα και Τρίτη από τις 20 Φεβρουαρίου έως τις 11 Απριλίου 2017.

Το έργο αυτό αφηγείται την ιστορία μιας παρέας φίλων από την πρώτη μέρα του σχολείου έως τη δύση της ζωής τους. Έξι φίλοι που μεγαλώνουν με διαφορετικά όνειρα, διαφορετικούς στόχους, ερωτεύονται, απογοητεύονται, ξαναπροσπαθούν, βιώνουν την απώλεια, ματώνουν και θριαμβεύουν άδοξα και ένδοξα. Έξι διαφορετικές ιστορίες που συνθέτουν μία ενιαία ιστορία, με άξονα τη φιλία, τον έρωτα, την αγάπη, το θάνατο, την απώλεια και την κοινή μνήμη. Άλλοτε ακολουθώντας την «άμπωτη» και άλλοτε την «παλίρροια» του λόγου, το κείμενο μιλά για τη φιλία, τον έρωτα, τη διαφορετικότητα, τη ζωή που περνάει, την απώλεια, την αγωνία της ύπαρξης και της συνύπαρξης· ανησυχίες που όλες ξυπνούν με ορμή στην εφηβεία.

Οι ήρωες περνούν από διάφορα κύματα, οι ψυχοσυνθέσεις τους τρικυμιώδεις, ο εσωτερικός τους κόσμος, οι σχέσεις τους, οι ισορροπίες τους κλονίζονται. Αλλωστε τίποτα δεν είναι σταθερό στη ζωή. Από τα σχολικά χρόνια μέχρι την ενηλικίωση και από την ενηλικίωση μέχρι τη Δύση της ζωής. Αλλοτε πιο ομαλά, άλλοτε πιο σκληρά, πιο εύκολα ή πιο δύσκολα, οι έξι ήρωες κατορθώνουν να επιβιώσουν σε μία ζωή που απλώς… υποφέρεται. Μια ζωή που μετά τη Δευτέρα έρχεται η Τρίτη και ακολουθεί η Τετάρτη…

Ο Δημήτρης Καραντζάς ανέλαβε ένα μεγάλο ρίσκο, όταν αποφάσισε να δραματοποιήσει το πανέμορφο αυτό λογοτεχνικό έργο της Βιρτζίνια Γουλφ. Και του βγήκε απόλυτα. Μας έβαλε να κάτσουμε σε θρανία τοποθετημένα σε σχήμα παραλληλόγραμμου με τους ηθοποιούς ανάμεσά μας. Μ' ένα παλιό χοντρό βιβλίο ακουμπισμένο σ΄ένα από αυτά. Και κάθε φορά που το βιβλίο άνοιγε, μας κατέκλυζαν ήχοι κυμάτων. Κύματα αναμνήσεων, κύματα σύγχυσης, αλλά και ονειροπόλησης. Οι ηθοποιοί ξεπηδούν από δίπλα μας στο κενό της καρδιάς του παραλληλόγραμμου. Και μας κοιτάζουν βαθιά στα μάτια, απευθύνονται σε μας, προσεύχονται πρόσωπο με πρόσωπο μαζί μας, ανεβαίνουν στα θρανία και περπατούν, μας σπρώχνουν για να κάτσουν, σκαλίζουν με δύναμη χαλίκια μέσα σ' ένα διάφανο ενυδρείο, παίζουν κιθάρα και τραγουδούν. Μας κάνουν συμμέτοχους στον ειρμό της σκέψης τους, τους ακολουθούμε νοερά στη ζωή τους, νιώθουμε πως προφέρουν τις δικές μας σκέψεις, νιώθουμε πως μας καταλαβαίνουν, για ένα περίεργο λόγο γίνονται εμείς.

Είναι η Σούζαν, η Ρόντα, η Τζίννυ, ο Μπέρναρντ, ο Νέβιλ και ο Λούις που κυματίζουν ατομικά και ομαδικά μέσα από τους μονολόγους τους, μέσα από την προσωπική αποτίμηση της πορείας τους. Προσπαθούν να ανακαλύψουν το νόημα της ζωής τους, να αυτοκαθοριστούν και να ετεροκαθοριστούν… Ποιο είναι όμως τελικά το νόημα; Και πόσο η φιλία τους, ο συνδετικός αυτός κρίκος είναι άρρηκτος; Και γιατί επιστρέφουν σ΄αυτήν την εξ αγχιστείας μήτρα για να κουρνιάσουν; «Αλλοι πάνε στην εκκλησία, άλλοι στην ποίηση. Εγώ πηγαίνω στους φίλους μου» λέει σπαρακτικά ο Μπέρναντ, ενώ ο Λούις αναφωνεί μέσα στο λευκό του γιλέκο και πίσω από το μαονένιο γραφείο της ναυτιλιακής του εταιρείας πως «μ΄αυτά τα τεχνάσματα, αλλά και αρκετή ειρωνεία, ελπίζω να αποσπάσω την προσοχή σας από τη φοβισμένη, την τρυφερή, την τόσο νεανική και ευάλωτη ψυχή μου… Υποφέρω για όλες τις ταπεινώσεις,. Αλλά είμαι και ψυχρός άτεγκτος. .. Σας επικρίνω. Κι ωστόσο η καρδιά μου είναι μαζί σας. Θα πήγαινα μαζί σας και στην κόλαση… »
Και όταν οι μονόλογοι σταματούν και ο Μπέρναντ, ο παρατηρητής της όλης ιστορίας, αναλαμβάνει τον αριστουργηματικό του επίλογο, η σκηνή σιγά αποδομείται. Το κλειστό παραλληλόγραμμο ανοίγει. Μία ηλεκτρική κιθάρα και ένα μπάσο λικνίζονται με κυματοειδείς κινήσεις πάνω σε μία μεταλλική βούρτσα. Οξεία μεταλλικά κύματα ήχων μάς κατακλύζουν και ένας εσωτερικός λυγμός μάς καθηλώνει στις θέσεις μας.

Ο Δημήτρης Καραντζάς στο σκηνοθετικό του αυτό άθλο είχε πολύτιμους αρωγούς. Αφενός μεν την μετάφραση του Αρη Μπερλή που διατηρεί αναλλοίωτη τη μουσικότητα του λόγου της Γουλφ, αφετέρου δε το έμψυχο υλικό του. Όλοι ανεξαιρέτως οι ηθοποιοί έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό και οι πλήρως σωματικοποιημένες ερμηνείες τους συνετέλεσαν στο άριστο αποτέλεσμα που βιώσαμε. Τις εντυπώσεις έκλεψε ο Μιχάλης Σαράντης ως Μπέρναντ με το βλέμμα και τον δραματικό του επίλογο. Σπαρακτική η Ιωάννα Πιατά ως Ρόντα και alter ego της Βιρτζίνια Γουλφ, εξαιρετική η πιο προσγειωμένη Σούζαν της Ευδοξίας Ανδρουλιδάκη και πιο ανάλαφρη η φιλάρεσκη Τζίνι της Ελίνας Ρίζου που για άλλη μια φορά μας εξέπληξε. Το ίδιο καλοί ο Αινείας Τσαμάτης ως ονειροπόλος Νέβιλ, αλλά και ο Γιώργος Βουρδαμής-Μαυρογένης ως εύθραστος και ανασφαλής Λούις.

Η παράσταση αυτή ενδείκνυται, σύμφωνα με το δελτίο τύπου, σε εφήβους ηλικίας άνω των 13 ετών. Δεν ξέρω πραγματικά τι μπορεί να καταλάβει ένας μη μυημένος στη θεατρική τέχνη νέος, κάτω των 16 ετών, από μία τόσο μεστή νοημάτων παράσταση που δεν ακολουθεί τις συνήθεις θεατρικές νόρμες. Δεν ξέρω καν αν η παράσταση αυτή μπορεί να οριστεί εφηβική, γιατί δεν ξέρω και τι μπορεί να καταλάβει ένας 30χρονος ή 50χρονος αμύητος θεατής. Ξέρω, όμως, πως στα σίγουρα το καλό θέατρο δεν ορίζεται από ηλικιακούς κανόνες. Ο καθένας, μικρός – μεγάλος, σταχυολογεί και κρατά μέσα του τα πιο πολύτιμα σπαράγματα. Όπως και ξέρω πως κανείς δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος και ασυγκίνητος μετά από μία τέτοια εμπειρία. Κανείς δεν μπορεί να βγει από την αίθουσα και να είναι ίδιος με πριν. Και αυτό γιατί επί μιάμισι περίπου ώρα κάθεται στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης και υποβάλλεται σε μία αλλόκοτη ενδοσκόπηση που τον προκαλεί να φιλτράρει όλη του τη ζωή. Οι ηθοποιοί σαν «μύγες» τσιγκλούν κάθε θεατή χωριστά και ουσιαστικά, τον κάνουν να αισθάνεται μοναδικός και τον βυθίζουν στη δίνη όλων αυτών που λένε, τον «πνίγουν» μέσα στα ποιητικά κύματά της ψυχής τους. Και τι τύχη να είσαι έφηβος και να βιώσεις κάτι τέτοιο… Πόσοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά σου…

Γεωργία Οικονόμου
[email protected]