Η υπόθεση του έργου είναι απλή και καθημερινή: Δύο εντεκάχρονα αγόρια τσακώνονται στο πάρκο και το αποτέλεσμα του καβγά τους είναι μώλωπες, σκισμένα χείλη και κατεστραμμένα δόντια. Οι γονείς του θύματος καλούν τους γονείς του θύτη στο σπίτι τους προκειμένου να … συμβιβαστούν και τότε ξεκινούν τα πραγματικά προβλήματα. Οι τέσσερις ενήλικες, καλλιεργημένοι και πολιτισμένοι, συζητούν το πρόβλημα κι αναζητούν ευγενικά μια λύση. Λίγη ώρα μετά, o θεός της Σφαγής ξεπηδά από μέσα τους και τους βρίσκουμε να συμπεριφέρονται πιο ανώριμα και βάρβαρα από τα παιδιά τους.
Μαύρο χιούμορ, σαρκασμός, ρεαλισμός, εγωισμός, ζωώδη ένστικτα, αλλά και πολιτισμός. Ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος «κάθεται» στο ντιβάνι της Γιασμίνα Ρεζά και του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, ψυχαναλύεται και αυτοεκτίθεται. Από τον γιάπη μεγαλοδικηγόρο που δεν μπορεί να αποχωριστεί το κινητό του ούτε λεπτό, έως τη νευρωτική σύζυγό του και από τον λαϊκό πωλητή ειδών κιγκαλερίας έως την ακτιβίστρια και κατ' επίφασιν «πολιτισμένη» δική του σύζυγο που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της.
Τέσσερις τύποι ανθρώπων, που ο καθένας τους μας θυμίζει τον εαυτό μας σε διάφορες πτυχές του. Συνδετικό τους στοιχείο; Ο Θεός της Σφαγής, τα ζωώδη ένστικτά που βγαίνουν από μέσα τους «απρόσκλητα» πασχίζοντας να επικρατήσουν, αλλά και η συγκινητική τους προσπάθεια να μην υποκύψουν σ΄αυτόν.
Γιατί από αυτόν τον «παντοδύναμο» Θεό της Σφαγής δε γλυτώνει κανένας. Στο όνομά του αποδομούνται ζευγάρια, γυναικείες και ανδρικές συμμαχίες, αποδομείται το ίδιο το άτομο. Μοναδική ελπίδα; Η προσπάθειά των τεσσάρων να ακολουθήσουν «μια ηθική αντίληψη του κόσμου», να βρουν έναν τρόπο να ζήσουν μαζί.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έκανε εξαιρετική δουλειά στη σκηνοθεσία, καθώς κατάφερε να ψυχογραφήσει αριστοτεχνικά τους τέσσερις χαρακτήρες του έργου παραδίδοντάς μας μία στιβαρή και έξοχα ισορροπημένη παράσταση. Αν κάτι πρέπει να σχολιαστεί επιπλέον για την παράσταση αυτή, αυτό είναι η ξεχωριστή χημεία των τεσσάρων πρωταγωνιστών. Όλοι τους είναι πραγματικά υπέροχοι, αν και την παράσταση κλέβει η Στεφανία Γουλιώτη στο ρόλο της ενοχικής και νευρωτικής μπίσνες- γούμαν με διάφορα ψυχοσωματικά και… γαστρεντερικά προβλήματα. Η Γουλιώτη μάς εξέπληξε αφενός μεν γιατί υποδύθηκε έναν κόντρα –και φαινομενικά γι΄αυτήν εύκολο- ρόλο, αυτόν μιας συνηθισμένης σύγχρονης γυναίκας, αφετέρου δε γιατί ενσάρκωσε το ρόλο αυτό με φυσικότητα και υποδόριο χιούμορ.
Εξαιρετικός ήταν ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στο ρόλο του συναινετικού και φιλικού εμπόρου ειδών κιγκαλερίας, καθώς έδωσε έναν πιο ανάλαφρο τόνο στην παράσταση με την λαϊκότητα του χαρακτήρα του. Στο ίδιο μήκος κινήθηκε και η ερμηνεία της Λουκίας Μιχαλοπούλου ως φιλότεχνη ακτιβίστρια που προσπαθεί να επιβάλλει τους κανόνες της πολιτισμένης συζήτησης με το… ζόρι και τελικά ματαίως.
Αξίζει να δει κάποιος τον Θεό της Σφαγής; Εξυπακούεται. Πρόκειται για μία ευφάνταστα πολυεπίπεδη παράσταση που εξυφαίνει με τρόπο μοναδικό τα πρωτόγονα ένστικτά του σύγχρονου ανθρώπου και θέτει πολλά ερωτήματα γύρω από τον σύγχρονο «πολιτισμένο» τρόπο ζωής μας.
Γεωργία Οικονόμου
[email protected]