Η Μαρία Γοργία στέκεται στην Άκρη του...Βατήρα [συνέντευξη]

04.02.2015
Σε ένα γυμνό χώρο που μεταμορφώνεται πότε σε σπίτι, πότε σε πασαρέλα, πότε σε γιαπωνέζικο λουτρό και πότε σε ατμόσφαιρα από έργο του Μπέκετ, μια γυναίκα κολυμπά ανάμεσα στις δοξασίες της, στις αντιφάσεις της, στην αναποφαστικότητά της και στα αδιέξοδα που -κατά κύριο λόγο- η ίδια δημιουργεί στον εαυτό της.

Ο λόγος για την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα παράσταση «Στην άκρη του Βατήρα» που έχει γράψει, χορογραφήσει και σκηνοθετήσει στο νέο θεατρικό χώρο «Μπαγκλαντές» η Μαρία Γοργία.

Εμείς μιλήσαμε με τη Μαρία Γοργία και μάθαμε όσα περισσότερα μπορούμε για την παράσταση αυτή….

Πείτε μας λίγα λόγια για την Ακρη του Βατήρα, πως εμπνευστήκατε το έργο αυτό...

Το έργο γεννήθηκε από μια εσωτερική μου ανάγκη, να φτιάξω ένα έργο, την περίοδο της παγκόσμιας κρίσης, στην Ελλάδα, που να μιλά για μια γυναίκα στην ηλικία μου, η οποία αγωνιά, μπερδεύεται και αυτοεγκλωβίζεται από τους φόβους της, αδυνατεί να πάρει αποφάσεις και βρίσκεται ουσιαστικά «στην άκρη του βατήρα». Είναι το πιο προσωπικό έργο που έχω κάνει ως τώρα θα τολμούσα να πω! Το εμπνεύστηκα λοιπόν, παρατηρώντας τον εαυτό μου, κατά κύριο λόγο. Γεννήθηκε βέβαια και ως συνέχεια του έργου «Στην τραμπάλα», το οποίο μιλά για μια γυναίκα και ένα άνδρα του σήμερα στην ελλάδα της κρίσης, αλλά το «Στην άκρη του βατήρα» επικεντρώνεται πολύ περισσότερο σε υπαρξιακά θέματα.

Μιλήστε μας λίγο για την ηρωίδα του έργου. Τι συμβολίζει για εσάς;

Η ηρωίδα του έργου, όπως ανάφερα και πιο πάνω, είναι μια γυναίκα που βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο. Βιώνει αντιφατικές καταστάσεις και συναισθήματα. Είναι μια σαραντάρα που πότε πατά στη γη ως καρικατούρα γριάς ενώ με το μυαλό της πετά στα σύννεφα κάνοντας επικίνδυνα σπορ, και πότε αναστοχάζεται το εφήμερο της ζωής μέσα από «μπεκετικές» σκέψεις. Είναι πολλές γυναίκες μαζί μου μοιάζουν διαφορετικές, αλλά μοιράζονται τις ίδιες φοβίες και αγωνίες.

Τι θέλετε να πάρει ο θεατής μαζί του από την παράσταση αυτή;

Θα θελα να του κοινωνήσω αυτούς τους προβληματισμούς και τις προσωπικές μου αγωνίες, οι οποίες, ομολογώ είναι αρκετά συνηθισμένες και καθόλου πρωτόγνωρες. Θα θελα να τον βάλω για ακόμα μια φορά σε σκέψεις αναστοχαστικές για τα ουσιώδη της ζωής. «Είδες το φως μια μέρα έτσι και έτσι και τώρα είσαι ανάσκελα στο μαύρο σκοτάδι» λέει ο Μπέκετ στο έργο του «Συντροφιά». Και συνεχίζει «είσαι όρθιος στην άκρη ενός ψηλού βατήρα....μη φοβάσαι, πήδα....» Θα θελα ίσως να παροτρίνω τον θεατή και μαζί με εκείνον και εμένα, να τολμήσουμε να διώξουμε τους φόβους μας πέρα μακρία.

Σε ποιο βαθμό είναι το έργο διαδραστικό με το κοινό;

Το έργο έχει κάποιες διαδραστικές σκηνές με το κοινό, αλλά και άλλες χωρίς διάδραση. Η ιδέα της διάδρασης γεννήθηκε στο μυαλό μου από πολύ νωρίς, ως ένα στοιχείο εισβολής στο χώρο του άλλου, είτε της performer στο χώρο του κοινού, είτε του κοινού, που εν αγνοία του, ή επειδή του ζητήθηκε, εισέρχεται στον προσωπικό χώρο της performer. Υπάρχουν τρία κυρίως είδη διάδρασης: η διάδραση κατά την οποία η σκηνή πραγματώνεται με τη συμμετοχή του κοινού, η διάδραση που το κοινό είναι παθητικό και χρησιμοποιείται από την performer και η διάδραση με την έννοια της συγχώνευσης των δυο χώρων, του χώρου της κυρίως σκηνικής δράσης και του χώρου του κοινού. Η διαδραστική παράσταση προσδίδει σε ένα έργο το στοιχείο μιας ζωντανής, όχι τόσο ελέγξιμης επικοινωνίας, όπου το αυθόρμητο και το απρόβλεπτο μπορούν να ανασάνουν και η αμηχανία μπορεί να γίνει γοητευτική.

Γιατί επιλέξατε το Μπαγκλαντές να ανεβάσετε την παράσταση αυτή;

Επέλεξα τον ιδιαίτερο αυτόν, μη θεατρικό χώρο, καταρχάς γιατί αισθάνθηκα ότι θα ταίριαζε με την κεντρική ιδέα του έργου, από πολύ νωρίς, πριν ακόμα αρχίσουμε τις πρόβες μας. Ο χώρος αυτός έχει κάτι το ανεπιτήδευτο, το φθαρμένο, το γυμνό που φέρει όμως ίχνη ιστορίας. Είναι ένα υπόγειο όπου η “μπεκετική” διάθεση του έργου μπορεί να ανθίσει. Ένας χώρος εγκλωβιστικός που δεν υπόσχεται τίποτα, παρά το αδιέξοδο….Παρόλα αυτά, ο χώρος έχει και κάτι το ζεστό και πολύ ανθρώπινο που μου άρεσε από την πρώτη στιγμή και που συνδέεται επίσης με το έργο “στην άκρη του βατήρα”. Στο έργο βέβαια υπάρχει και χιούμορ και αυτοσαρκασμός, αλλά κι αυτά τα στοιχεία έχουν το χώρο τους στο Μπαγκλαντές.

Ένας άλλος σημαντικός λόγος που επέλεξα ένα μη θεατρικό, αντισυμβατικό χώρο ήταν η επιθυμία μου να εκφράσω τη μέσα μου κρίση σε συνδιασμό με τη γύρω μου κρίση, τοποθετώντας το δρώμενο αυτό σε μια περιοχή που βρίσκεται δίπλα στην πλατεία Βάθη, μια περιοχή υποβαθμισμένη, εξαθλιωμένη, πνιγμένη από μυρωδιές της κρίσης…Χωρίς εισιτήριο, κατανοώντας περισσότερο τις ανάγκες του κόσμου, ζητάμε από το θεατή να ανεβεί “στην άκρη του βατήρα”. Βαδίζοντας από την ομόνοια ή το κέντρο της αθήνας και ερχόμενος από τις “μυρωδιές” της κρίσης, να κατεβεί τα απότομα σκαλιά του υπογείου του Μπαγκλαντές και να μοιραστεί μαζί μας την εμπειρία του έργου.

Εσείς πως αισθάνεστε για την κατάσταση της χώρας μας σήμερα; Στέκεται και η Ελλάδα στην άκρη του Βατήρα;

Ναι, ο τίτλος του έργου είναι εντελώς επίκαιρος θα έλεγα, αν και δε στόχευα σε αυτού του είδους την επικαιρότητα. Δανείστηκα μια φράση του Μπέκετ που υπάρχει και στο έργο μας. Η Ελλάδα στέκεται στην άκρη ενός βατήρα. Όχι όμως στην άκρη του γκρεμού. Με ένα καλό άλμα μπορεί να κάνει μια εντυπωσιακή βουτιά σε ένα πιο υγιές μέλλον. Ο φόβος είναι ο χειρότερος σύμβουλος αυτή τη στιγμή. Τεχνική και τόλμη χρειάζεται τόσο η Ελλάδα του σήμερα όσο και ο βατήρας.

Ποια η θέση της καλλιτεχνικής δημιουργίας και του καλλιτέχνη σήμερα;

Αν μιλάμε συγκεκριμένα για την Ελλάδα, η θέση του είναι αρκετά παραμελημένη. Έχει εγκατασταθεί το «τα κάνω όλα τζάμπα γιατί κάνοντας τέχνη κάνω την ψυχοθεραπεία μου». Το κοινό έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη στις μέρες από την τέχνη. Η καθημερινότητα είναι τόσο σκληρή και μίζερη, που είναι πολύ φυσιολογική αντίδραση η διαφυγή στην τέχνη. Όλοι ξέρουν πως και ο καλλιτέχνης είναι άνθρωπος που πρέπει να ζήσει, αλλά λίγοι ή ελάχιστοι το στηρίζουν αυτό. Εγώ δε ζούσα ποτέ, (ακόμα και την περίδο που πέρναμε επιχορηγήσεις), από τις παραγωγές της ομάδας μου, αλλά και 9μιση στους δέκα χορογράφους δε ζούσαν, καθώς τα ποσά που δίδονταν στις ομάδες χορού ήταν μικρά. Από το 2009 που σταμάτησαν οι επιχορηγήσεις στο Χορό, εγώ συνεχίζω ακόμα να κάνω έργα, «μπαίνοντας μέσα» οικονομικά και σποραδικά, λιγάκι βοηθούμενη από κάποιες συμμετοχές σε φεστιβάλ. Ο καλλιτέχνης σήμερα περισσότερο από ποτέ, πρέπει να ναι και παραγωγός και μάνατζερ και δημοσιοσχεσίτης και πολλά άλλα ταυτόχρονα, που ποτέ δε μου άρεσαν και που δεν έχουν καμία σχέση με την ίδια τη φύση της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Μελλοντικά σχέδια…

Στα μελλοντικά μου σχέδια είναι η περιοδεία αυτού του έργου και σε άλλους χώρους, στην επαρχία αλλά και στο εξωτερικό, και μια πιθανή κινηματογραφική συνεργασία με το σκηνοθέτη Γιάννη Μισουρίδη.

Γεωργία Οικονόμου
[email protected]