Τις Βάκχες σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Λιγνάδη, με τον Σάκη Ρουβά στον πρωταγωνιστικό ρόλο παρακολουθήσαμε στην τελευταία στάση της στο Ηρώδειο.
Δεν το κρύβουμε, είχαμε πολλούς ενδοιασμούς για την παράσταση αυτή, για το αν θα χάσουμε το χρόνο μας παρακολουθώντας αναμασημένες προτάσεις του παρελθόντος και κυρίως για το αν θα αντέχαμε να «υποστούμε» τον Σάκη Ρουβά στο ρόλο του θεού Διονύσου. Τελικά και στα δύο πέσαμε έξω. Παρακολουθήσαμε μία πρωτότυπη μεν, χωρίς καμία ισορροπία δε σκηνοθεσία και χαρήκαμε τον μεγάλο έλληνα ποπ σταρ σε μία αξιοπρεπή ερμηνεία.
Γιατί ναι, η ερμηνεία του Σάκη Ρουβά ήταν αρκούντως ικανοποιητική για έναν ηθοποιό που έχει επωμιστεί τον δύσκολο ρόλο του Θεού Διονύσου. Σίγουρα θα τον ανακαλούμε στη μνήμη μας στο μέλλον περισσότερο για τη «θεϊκή» σωματική διάπλαση του παρά για τις ερμηνευτικές του δεξιότητες, όμως δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε πως ο Ρουβάς δούλεψε πολύ σκληρά στο σανίδι και δεν δίστασε να «τσαλακωθεί» τα μάλα γι΄ αυτό. Χωρίς καμία έπαρση ή στυλιζάρισμα, μπορεί να μην κατάφερε να «φωτίσει» επαρκώς πολλές από τις πτυχές του λόγου του, όμως με καθαρή άρθρωση, σωστά τονισμένες- ως επί το πλείστον- προτάσεις εξήρε το νόημα του Ευριπίδειου λόγου και μας μετέφερε όλη την ατμόσφαιρα του καινούριου που εισβάλει σαν τυφώνας στην πόλη της Θήβας στιγματίζοντας τον συντηρητισμό της κοινωνίας και το φόβο για το άγνωστο και την κατάλυση της ατομικότητας.
Στον αντίποδα, η σκηνοθεσία του Δημήτρη Λιγνάδη ήταν αυτή που κυρίως μας προβλημάτισε. Μολονότι είχε στη διάθεσή του έναν πρωτότυπο πολυσυλλεκτικό χορό Μαινάδων (τον αποτελούσαν και έγχρωμες κοπέλες, ενώ μουσική έπαιζαν ζωντανά νιγηριανοί μουσικοί) που θα μπορούσε να αποβεί λειτουργικός, μάταια προσπάθησε να δημιουργήσει μία πειστική παραληρηματική ατμόσφαιρα. Στα χορικά δόθηκε μία σχεδόν αποκλειστικά σεξουαλική χροιά (με αποκορύφωμα τον αυνανισμό των μαινάδων) και επικράτησε ένα μείγμα από παγανιστικές τελετές, ελληνικά μοιρολόγια, χιπ χοπ και νιγηριανών ταμ ταμ. Μέσα σ όλα αυτά το «Ιώ Βάκχε Ευοί» ακούστηκε σχεδόν ξέπνοο, ενώ τα άκρως ετερόκλητα σκηνοθετικά ευρήματα έπεσαν απλώς στο κενό.
Στα αρνητικά της παράστασης προσθέτουμε και την άκρως διδακτική διάθεση του Δημήτρη Λιγνάδη που έγινε φανερή με τη δική του ερμηνεία στο ρόλο του αγγελιαφόρου, αλλά κυρίως με την παράθεση αρκετών στίχων στα αρχαία ελληνικά και την ανούσια άμεση μετάφρασή τους από τους ίδιους του ηθοποιούς. Αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο αν η προσδοκία του σκηνοθέτη ήταν απλώς μία εμπορική παράσταση απευθυνόμενη σε Ρουβίτσες και όχι το ελληνικό κοινό που έχει μυηθεί σε πολύγλωσσες παραστάσεις χωρίς καν υπέρτιτλους.
Ως προς τις ερμηνείες των ηθοποιών πέραν του Σάκη Ρουβά, βρήκαμε απλώς συμπαθητική την Ρούλα Πατεράκη στο ρόλο του Τειρεσία. Περιφερόμενη πάνω σε ένα τροχήλατο όχημα αφέθηκε σε μία μανιέρα που περισσότερο παρέπεμπε σε κακή κωμωδία, παρά σε διονυσιακή μέθη. Ο Γιάννης Καρατζογιάννης αξιοπρεπής στο ρόλο του Κάδμου, ενώ λίγες καλές στιγμές είχε ο Πενθέας του Δημήτρη Πασσά και η Αγαύη της Μαρίας Κίτσου. Έξοχο το μοιρολόι της Γιώτας Βέη.
Συμπερασματικά, οι Βάκχες του Δημήτρη Λιγνάδη είχαν πολλές όμορφες εικόνες (τον εναερίτη Σάκη Ρουβά- Διόνυσο, το λευκό μονοπάτι στρωμένο με σεμεδάκια του Πενθέα, τη σκηνή που οι Μαινάδες και ακολουθούν κατά πόδας τον Διόνυσο φιλώντας τον παντού), όμως πραγματικά χάθηκαν στην … μετάφραση.
Γεωργία Οικονόμου
Δες εδώ τη μετάλλαξη του Σάκη Ρουβά σε Διόνυσο