Γιουχαΐσματα και αποχωρήσεις στη «Μήδεια»

18.08.2008
Γιουχαϊσματα. Φωνές. Αποδοκιμασίες. Χειροκροτήματα. Εντονες αντιδράσεις. Επιδοκιμασίες. Αποχωρήσεις. Η 3,5 ωρών «Μήδεια» του Ευριπίδη από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πάτρας σε σκηνοθεσία Ανατόλι Βασίλιεφ παίχτηκε δύο βραδιές στην Επίδαυρο, Παρασκευή και Σάββατο, μέσα σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.

Γιουχαΐσματα. Φωνές. Αποδοκιμασίες. Χειροκροτήματα. Έντονες αντιδράσεις. Επιδοκιμασίες. Αποχωρήσεις. Η 3,5 ωρών «Μήδεια» του Ευριπίδη από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πάτρας σε σκηνοθεσία Ανατόλι Βασίλιεφ παίχτηκε δύο βραδιές στην Επίδαυρο, Παρασκευή και Σάββατο, μέσα σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.

Αναψε τα αίματα, πυροδότησε καταστάσεις αντίδρασης, έβαλε «φωτιά» στις κερκίδες και επανέφερε τον προβληματισμό: πόσο «αντέχει» το «μαζικό» θέατρο του Πολυκλείτου σε πολύωρες παραγωγές που ξεφεύγουν από την «πεπατημένη» και δεν είναι Αριστοφάνης (στον Αριστοφάνη έχει αποδειχθεί ότι όλα συγχωρούνται...).

Τέτοιου είδους αρνητική «συμμετοχή» του κοινού το αργολικό θέατρο είχε να γνωρίσει από το 1997, όταν ο Λάνγκχοφ παρουσίαζε τις «Βάκχες» του. Αλλά τότε η «ένταση» στις κερκίδες δεν είχε πάρει αυτές τις διαστάσεις. Ισως γιατί οι θεατές ήταν λιγότεροι. Ανάλογες καταστάσεις με αυτές της «Μήδειας» είχε να ζήσει η Επίδαυρος δυόμισι δεκαετίες τώρα.

Η κατακόκκινη εντυπωσιακή αρένα του σκηνικού του Διονύση Φωτόπουλου, που κάλυπτε ολόκληρη την ορχήστρα, μετατράπηκε, κυριολεκτικά, σε «αρένα» για τους ηθοποιούς της παράστασης που ρίχτηκαν εκεί εκτεθειμένοι, βορά σε ένα κοινό που δοκιμάστηκαν οι αντοχές του αλλά και η υπομονή του.

Το δίπολο Μήδεια-Κονιόρδου υποσχόταν μια «λαϊκή» παράσταση, γι αυτό και σε ένα δύσκολο Παρασκευοσάββατο, αυτό του Δεκαπενταύγουστου, περί τους 13.000 θεατές (5.000 στην πρεμιέρα), ήταν εκεί. Θεατές ανυποψίαστοι, μην ξέροντας ότι για να δουν το φινάλε θα έπρεπε να καθηλωθούν τρεισήμισι ώρες στις άβολες κερκίδες, να έχουν παρακολουθήσει ρεμπέτικα (έξοχη και δουλεμένη η ζωντανή μουσική του Τάκη Φαραζή) και χορευτικά «ιντερμέδια» με αναφορές από το φλαμένκο έως τις πολεμικές τέχνες, κοζάκους, ταυρομάχους και σπανιόλες, τσιφτετέλι και ακροβατικά.

Γιατί αυτό που παίχτηκε επί σκηνής ήταν ένα μουσικο-θεατρικο-χορευτικό δρώμενο, μια «γιορτή», ένα «πανηγύρι» που «ταξίδευε» το κοινό (εικαστικά, μουσικά, χορευτικά) από τη Μεσόγειο, την Ισπανία και τα Βαλκάνια έως την Ανατολή. Ενα σκηνικό «παιχνίδι» με δύναμη, κορύφωση, τραγικότητα, ομοιογένεια, που σεβάστηκε το κείμενο του Ευριπίδη, βασίστηκε στον λόγο, δεν αυθαιρετούσε και υπηρέτησε μια συγκεκριμένη πρόταση από την αρχή έως το τέλος.

Ωστόσο, έπεσε σε φλυαρίες, κάποιες φορές ήταν αργό σε εξέλιξη, πολυσυλλεκτικό, φορτωμένο, κακόγουστο (κυρίως τα κοστούμια του Κσάμπα Αντάλ, κάτι μεταξύ ηρώων της ελληνικής επανάστασης και Κάρμεν), με αδούλευτες και εν εξελίξει ιδέες. Μέσα από αυτό το πλουραλιστικό δρώμενο, ο σκηνοθέτης ήθελε να διηγηθεί την ιστορία της «Μήδειας». Αυτής της ιστορίας έχασε το νήμα το κοίλον στην πρεμιέρα εκεί στις δυόμισι ώρες, χρόνος που αποδείχθηκε οριακός και για τις δύο ημέρες των παραστάσεων.

Οταν ο Αγγελιαφόρος της Αγλαϊας Παππά ανακοινώνει, με επιτονισμούς, επιθετικά και μετωπικά προς το κοινό τον φρικτό θάνατο της Γλαύκης και του πατέρα της Κρέοντα από το δηλητηριασμένο πέπλο που έστειλε η Μήδεια, αρχίζει η «αναστάτωση» στις κερκίδες. Στη συνέχεια προστίθενται άλλοι δύο «Αγγελοι», η Αλεξία Καλτσίκη, που λέει το κείμενο στα γαλλικά, και ο Βασίλης Κουκαλάνι στα αγγλικά. Και οι τρεις μαζί μιλούν ταυτόχρονα, με την ίδια ένταση προς τα εμπρός. Τότε άρχισαν τα... παρατράγουδα. Οι ηθοποιοί δεν σταμάτησαν λεπτό και συνέχισαν με τον ίδιο ρυθμό να λένε το κείμενό τους, με απαράμιλλο ψυχικό σθένος. Ηταν συγκινητικοί.

Από κείνη την ώρα και μετά η ατμόσφαιρα στο κοίλον άλλαξε. Μια αναταραχή επικρατούσε συνεχώς. Μικροσχόλια, χειροκροτήματα, φωνές. Αυτό το κλίμα οδήγησε τον Ιάσονα-Νίκο Ψαρρά (την Παρασκευή), που μέχρι εκείνη την ώρα είχε καταφέρει να αποδώσει πολύ συγκροτημένα τον ρόλο του, να φωνάξει -την ώρα που μέσα σε ένα μοιρολόι θρηνούσε για τα παιδιά του- «έλεος» προς το κοινό. «Αυτό λέμε κι εμείς», του απάντησε ένας θεατής. Ευτυχώς κάποιοι πιο ψύχραιμοι φώναξαν «σσσςςς», μην αφήνοντας να ξεφύγει ξανά η κατάσταση.

Ωστόσο, αντιδράσεις και ειρωνείες προκάλεσε και η κίνηση να σέρνει το άρμα του θεού Ηλιου τις σορούς των παιδιών μέσα στην ορχήστρα-αρένα, σαν σε κύκλο θριάμβου. Τα ειρωνικά χειροκροτήματα της πρώτης ημέρας σε αυτό το σημείο, μία θεατής συνόψισε τη δεύτερη μέρα στο «ντροπή σου Κονιόρδου».

Κρίμα. Γιατί δεν αξίζει μια τέτοια αντιμετώπιση στη Λυδία Κονιόρδου. Είναι γνωστό το ήθος της, η προσφορά της, η καλλιτεχνική της αρτιότητα, η διαδρομή της. Και, αν μη τι άλλο, έφερε στην Ελλάδα (σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Αθηνών) τον Ανατόλι Βασίλιεφ, έναν από τους μεγαλύτερους θεατράνθρωπους και παιδαγωγούς της εποχής μας. Αν δεν του «βγήκε» η παράσταση, σίγουρα δεν είναι εκείνη που ευθύνεται και φυσικά δεν θα πρέπει να κριθεί γι αυτό. Κρίμα.

Γιατί αυτή η παραγωγή συγκέντρωνε τις προσδοκίες πολλών θεατρόφιλων για κάτι ξεχωριστό και ιδιαίτερο. Κρίμα. Γιατί οι ηθοποιοί που ταλαιπωρήθηκαν επί μήνες ψυχικά και σωματικά και υπέμειναν αγόγγυστα όλη αυτή τη διαδικασία των εξαντλητικών προβών, παρουσίασαν ένα αποτέλεσμα αξιοπρεπέστατο: η Λυδία Κονιόρδου είχε αφομοιώσει τη διδασκαλία Βασίλιεφ και είχε στιγμές εξαιρετικές, ο Αιγαίας του Νίκου Καραθάνου, μια κωμική καρικατούρα, ήταν ένας υπέροχος αφελής, χαζούλης βασιλιάς, ο Κρέων του Γιώργου Γάλλου υπήρξε σωστός και ακριβής, ο Δημήτρης Κανέλλος ως Παιδαγωγός έκανε ό,τι του είπαν, και τα κορίτσια του χορού φάνηκαν αξιοζήλευτα, τέλεια ασκημένα για τα πιο δύσκολα.

Κρίμα. Που ο σκηνοθέτης, άνετος και «χαρούμενος» με τα «γιούχα», όπως δήλωνε στα παρασκήνια και στην ταβέρνα του «Λεωνίδα» (γιατί είχε επιτευχθεί το ζητούμενο, η συμμετοχική διαδικασία του θεατή), δεν βγήκε μπροστά να χαιρετήσει μαζί με τους ηθοποιούς στην υπόκλιση του φινάλε (όπου όλα πήγαν καλά), καίτοι το κοινό φώναζε «τον σκηνοθέτη θέλουμε». Κρίμα και για το κοινό. Γιατί «δεν σεβάστηκε τον τόσο κόπο», όπως σημείωσε ένας κύριος πίσω μας.

Γιατί «δεν τιθάσευσε την ανυπομονησία του και τον εκνευρισμό του, δεν συγκράτησε την οργή του». Γιατί «μετέτρεψε το θέατρο σε ρωμαϊκή αρένα», σύμφωνα με τα πηγαδάκια στην έξοδο.

Κρίμα. Στενοχώρια, θλίψη, πίκρα ήταν τα συναισθήματα που μας κυρίευσαν ως θεατές με όλο αυτό που ζήσαμε. Κρίμα. Γι αυτούς που επιχαίρουν για το αποτέλεσμα, σκεπτόμενοι δικά τους συμφέροντα και «καμώνονται», δήθεν, ότι αγαπούν το θέατρο. Κρίμα.

Τι φώναζε το κοινό
«Ουουουουου...», «ξουουοου...», «το κοινό κοιτάξτε που φεύγει...». «Φτάνειειει...», «σταματήστε... τελειώνετε». «Αν δεν σας αρέσει, κύριε, μπορείτε να φύγετε». «Ντροπή», «αίσχος». «Κάποτε πετούσαν τα μαξιλάρια». «Μπράβο». «Σσσσςςςςς». «Καλά ρε... σοβαρολογούμε;». «Τον σκηνοθέτη θέλουμε...».

Κείμενο Αντιγόνη Καράλη
Έθνος 18/8