Η συναναστροφή με ανιαρούς και δύσκολους ανθρώπους βλάπτει την υγεία μας. Δείτε το πώς και το γιατί και διορθώστε την κατάσταση άμεσα. Οι ανιαροί, οι δύσκολοι, οι δύστροποι, οι «σκληροί» άνθρωποι δεν είναι και η καλύτεροι.
Οι ανιαροί, οι δύσκολοι, οι δύστροποι, οι «σκληροί» άνθρωποι δεν είναι και η καλύτερη παρέα... Μπορούν να μας βγάλουν εκτός εαυτού και να μας οδηγήσουν ακόμα και σε πράξεις βίας. Αυτό επιβεβαιώνει μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην Επιθεώρηση Προσωπικότητας και Κοινωνικής Ψυχολογίας. Ερευνητές από το τμήμα Ψυχολογίας του βορειοδυτικού Πανεπιστημίου του Ιλινόις, με επικεφαλής το δρ Έλι Φίνκελ, πραγματοποίησαν πέντε μελέτες για να βγάλουν τα σχετικά συμπεράσματα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά, όσοι αναγκάζονται να συναναστρέφονται με δύσκολους ανθρώπους εξαντλούνται ψυχικά, με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να μην μπορούν να κάνουν οι ίδιοι κάτι χρήσιμο. Όπως υπογραμμίζουν: Οι «υψηλών απαιτήσεων ή δύσκολες αλληλεπιδράσεις» ασκούν μεγάλη πίεση στην ψυχική μας ενέργεια, καθώς απαιτείται σκληρή προσπάθεια από μέρους μας να ελέγξουμε τα νεύρα, τη συμπεριφορά και γενικότερα τον εαυτό μας, ώστε να μην αντιδράσουμε κάποια στιγμή βίαια. Κι αυτό συμβαίνει ακόμα κι όταν δεν έχουμε συνειδητοποιήσει με ποιον άνθρωπο έχουμε να κάνουμε.
Βρείτε τον ένοχο
Ο ψυχολόγος και γνωσιακός ψυχοθεραπευτής (Msc) κ. Δημήτριος Τσιάκος μάς δίνει μια λίγο διαφορετική διάσταση στο θέμα.«Πολλές φορές, όταν αισθανόμαστε ιδιαίτερα κουρασμένοι, απογοητευμένοι, σκυθρωποί και αδύναμοι και δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε τους παράγοντες που έχουν οδηγήσει σε αυτή την κατάσταση, αυτόματα, σχεδόν ανεπαίσθητα, δημιουργείται μια εικόνα μέσα μας που παραπέμπει σε άλλους, σε κάποιο κοντινό πρόσωπο που νιώθουμε ότι μας επηρεάζει. Πράγματι, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να επιβαρυνόμαστε συναισθηματικά από ένα οικογενειακό πρόσωπο, φίλο, σύντροφο ή συνεργάτη. Η επαφή με άτομα που για ποικίλους λόγους ασκούν πίεση συναισθηματική, ψυχική ή και σωματική μπορεί να οδηγήσει σε διατάραξη του συναισθηματικού μας κόσμου, σε αποσυντονισμό της ψυχικής μας ισορροπίας και σε ρήξη των διαπροσωπικών μας σχέσεων». Οι λόγοι που βιώνουμε πίεση από ένα κοντινό πρόσωπο εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από το ρόλο που έχει εκείνο στη ζωή μας, από τις προσδοκίες που έχουμε επενδύσει πάνω του. Δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε έναν άνθρωπο σχετίζεται με τις συμπεριφορές που αναμένουμε να εκδηλώσει και με τα συναισθήματα που έχει για εμάς.
Φταίει ο συνάδελφος ή το περιβάλλον;
«Φυσικά, επηρεάζει και το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει και κινείται αυτό το άτομο, το περιβάλλον που καθορίζει και σηματοδοτεί τη σχέση που έχουμε μαζί του (π.χ. εργασία), με αποτέλεσμα παρόμοιες συμπεριφορές να μας ενοχλούν λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με το πλαίσιο εκδήλωσής τους. Για παράδειγμα, μια συμπεριφορά ανιαρή ή εντελώς προβλέψιμη να θεωρείται ανεκτή στην εργασία μας, αλλά εντελώς μη αποδεκτή στη σχέση μας ή στην οικογένειά μας. Όπως και να έχει, είναι φυσικό να δυσκολευόμαστε να αντιμετωπίσουμε ανθρώπους που χαρακτηρίζονται από αδιαφορία, πλήξη ή επιθετικότητα. Υπάρχουν όμως όντως αυτοί οι άνθρωποι ή είναι οι καταστάσεις και το νόημα που εμείς δίνουμε σε αυτές που κάθε φορά οδηγούν σε αντίστοιχες συμπεριφορές;».
Γιατί είναι τόσο βαρετός;
Κάποιος μπορεί να συμπεριφέρεται με «βαρετό τρόπο» επειδή δεν έχει αρκετά ερεθίσματα από το περιβάλλον του και έχει «βουλιάξει» μέσα στην καθημερινότητά του, μας λέει ο κ. Τσιάκος. Εμείς με τη σειρά μας, ανάλογα με το πώς σχετιζόμαστε με αυτόν, λαμβάνουμε τη στάση του ως ένδειξη γενικότερης αδιαφορίας ή τη χρεωνόμαστε προσωπικά. «Ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο άλλος είναι σύντροφός μας, θεωρούμε ότι δεν νοιάζεται πλέον για εμάς, ότι δεν αποτελούμε αντικείμενο έλξης ή ότι κάτι έχουμε κάνει εμείς που τον έχει απομακρύνει από τη σχέση. Αποτέλεσμα αυτών των σκέψεων είναι η ελάττωση της αυτοεκτίμησής μας, η γέννηση ενοχικών αισθημάτων και η επανάληψη σκέψεων αμφιβολίας για τον εαυτό μας».
Φαύλος κύκλος
«Όλα τα παραπάνω αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις μάς κάνουν είτε να προσπαθούμε ακόμα σκληρότερα να κερδίσουμε το ενδιαφέρον του άλλου με υπερβολικούς ή ακόμα και άκομψους τρόπους είτε να σταματάμε κάθε προσπάθεια και να αποσυρόμαστε από τη σχέση. Η τελευταία στάση καλείται παραίτηση και αποτελεί τεράστιο πρόβλημα, γιατί λειτουργεί ανασταλτικά σε πολλά επίπεδα, προκαλώντας καταθλιπτικά συμπτώματα ή εκδηλώσεις άγχους. Επιπλέον, όταν ο άλλος καταλαβαίνει ότι απομακρυνόμαστε, ακριβώς επειδή δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τους λόγους, θυμώνει μαζί μας, αγανακτεί και γίνεται επιθετικός, απορριπτικός και απότομος. Αυτό με τη σειρά του επιβεβαιώνει τη δική μας συμπεριφορά και ο φαύλος κύκλος διαιωνίζεται».
Τι πρέπει να κάνουμε
Η συνειδητοποίηση αυτού ακριβώς που μας πειράζει και μας στενοχωρεί είναι το πρώτο βήμα, λέει ο κ. Τσιάκος. Πρέπει να αναρωτηθούμε αν είναι η συμπεριφορά του άλλου που χαρακτηρίζουμε βαρετή ή το ότι καταλαβαίνουμε πως οι προσδοκίες που είχαμε από αυτόν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Είναι δηλαδή βαρετός ή δεν μας αρέσει η ζωή μαζί του; Μήπως αυτό που μας ενοχλεί κυρίως είναι ότι ανεχόμαστε τέτοιες καταστάσεις; Νιώθουμε εξαρτημένοι και αδυνατούμε να αλλάξουμε τις ισορροπίες; «Κάποιες φορές αυτό που μας ενοχλεί δεν είναι η συμπεριφορά του άλλου, αλλά το ότι αυτή λειτουργεί σαν καθρέφτης, θυμίζοντάς μας δικές μας σκέψεις και συναισθήματα».
Το δεύτερο στάδιο είναι η αύξηση της ικανότητας διεκδίκησης.
«Οι άνθρωποι συχνά συγχέουν τη διεκδικητικότητα με την επιθετικότητα, γιατί θεωρούν ότι το να βάζεις όρια και να εκφράζεις ανάγκες αυτόματα προκαλεί προβλήματα στους υπόλοιπους. Άλλες φορές πάλι, ιδιαίτερα όταν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, προσπαθούμε να προστατεύσουμε τον άλλον, να μην τον πληγώσουμε και παύουμε να διεκδικούμε, να ζητάμε, με αποτέλεσμα να μην τίθεται κανένα θέμα και να προκαλείται αδράνεια στη σχέση. Ουσιαστικά, η συνεχής μη έκφραση των προσωπικών αναγκών, των βαθύτερων θέλω και των επιθυμιών οδηγεί στην πτώχευση και έκπτωση της ποιότητας της επικοινωνίας και επιφέρει απόσυρση και απογοήτευση», λέει ο κ. Τσιάκος. Και προσθέτει: «Η ουσιαστική επικοινωνία έρχεται μέσα από τον αμοιβαίο σεβασμό και την κάλυψη αναγκών και των δυο μελών μιας σχέσης».
Μήπως φταίμε κι εμείς;
Η καθημερινή ή συχνή επαφή και η αλληλεπίδραση με ανθρώπους που μας κουράζουν επηρεάζουν άμεσα τόσο την ικανότητα αντίστασης στο στρες όσο και την ίδια την ποιότητα της σχέσης που έχουμε με αυτούς τους ανθρώπους, παραδέχεται ο κ. Τσιάκος. «Η κόπωση αυτού του τύπου, η επαναλαμβανόμενη δηλαδή αίσθηση μη αντοχής (δεν αντέχω άλλο πια), έχει πολλά σημεία εκκίνησης. Αρχικά, ένα πρώτο επίπεδο κούρασης προέρχεται από το ότι βλέπουμε να επαναλαμβάνεται συνεχώς μια συγκεκριμένη συμπεριφορά από τη μεριά του άλλου, επανάληψη που φέρνει αυτόματα τη σκέψη πάλι τα ίδια κάνει και η οποία οδηγεί σε υιοθέτηση από τη μεριά μας μιας αντίστοιχης συμπεριφοράς, επειδή θεωρούμε ότι δεν έχει νόημα να προσπαθήσουμε να τον αλλάξουμε».
Εάν θέλουμε να μας επηρεάζουν λιγότερο οι άλλοι:
*πρέπει να αισθανόμαστε περισσότερο σίγουροι και στέρεοι για το δικό μας κόσμο
*να πιστεύουμε σε αυτό που κάνουμε και να το υποστηρίζουμε
*να αποφασίζουμε βασισμένοι σε λογικά κριτήρια και
*να στηρίζουμε τα κοντινά μας πρόσωπα στο βαθμό που αισθανόμαστε ικανοί.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΗ ΠΑΣΠΑΛΑΡΗ