Αγαπημένε μου Σωτήρη,
«Δεν είμαι η Μπιγιονσέ, είμαι η Ποπάρα. Μου πάνε τα εξώβυζα, μου πάνε και τα μαύρα». Βλέπεις, τώρα την Μαλλιωτάκη να παίρνει σβάρνα όλες τις εκπομπές, πρωινές και μεσημεριανές, και αναρωτιέσαι ο έρμος ο τηλεθεατής: «είναι τώρα αυτή χήρα γυναίκα»; Και δεν το λέω αυτό, επειδή δέκα μέρες μετά τη δολοφονία του εν διαστάσει συζύγου της, Μπάμπη Λαζαρίδη έχει βγει σε όλα τα κανάλια και πηγαίνει παντού, εκτός από το σπίτι της για να κλάψει το νεκρό.
Η Ποπάρα ανέκαθεν ήταν στα κανάλια. Γιατί να μην το κάνει τώρα, που έχει να μοιραστεί τον μεγάλο της πόνο με παρουσιάστριες και πάνελ των εκπομπών. Το λέω, διότι η αμφίεση της μόνο σε... χήρα δεν σε παραπέμπει. Σε εύθυμη μπορεί, αλλά χήρα από τις κλασικές η Ποπάρα δεν είναι. Με το μαλλί στην τρίχα, το βάψιμο, το σιθρού μανίκι και το ντεκολτέ να βγάζει μάτια, άντε να πείσεις τον άλλον για το μοιρολόι σου. Με το μπαρδόν, αλλά στα σοβαρά εγώ δεν την παίρνω. Και δε λέω ότι δεν έχει πόνο η γυναίκα και δεν περνάει το δικό της δράμα, αλλά πάλι με το μπαρδόν, κανέναν δεν πείθει.
Τις προάλλες την είδαμε να κάνει τρισάγιο και μνημόσυνο (δεν τα ξέρω και καλά αυτά) στο νεκρό και να μοιρολογάει για ακόμη μία φορά μπροστά στην κάμερα. Μετά, αφού τελείωσε το μοιρολόι, μίλησε στην κάμερα του Star, που έχει γίνει η σκιά της τις τελευταίες μέρες και είπε ότι θα αναγκαστεί να δουλέψει περισσότερο για να συνεχίσει να παρέχει στο παιδί της, όσα μέχρι στιγμής του παρείχε ο πατέρας του. Κι άντε εσύ είσαι καλός άνθρωπος και θέλεις να συμπονέσεις την χήρα μάνα. Με την Μαλλιωτάκη να κλαίει μπροστά στην κάμερα, όπως η Ελένη Προκοπίου στο «Κοροϊδάκι της πριγκηπέσας», δεν μπορείς να το κάνεις. Σε πιάνουν γέλια, όπως στην αλησμόνητη αυτή σκηνή του ελληνικού κινηματογράφου.
Αγαπημένε μου Σωτήρη,«Δεν είμαι η Μπιγιονσέ, είμαι η Ποπάρα. Μου πάνε τα εξώβυζα, μου πάνε και τα μαύρα». Βλέπεις, τώρα την Μαλλιωτάκη να παίρνει σβάρνα όλες τις εκπομπές, πρωινές και μεσημεριανές, και αναρωτιέσαι ο έρμος