Από την ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η χαρακτηριστική του ατάκα «για τη φουκαριάρα τη μάνα μου» τον έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό. Το ύφος Νίκου Ξανθόπουλου τον καθιέρωσε στη συνείδηση του κόσμου, αλλά ο Γιάννης Παπαθανάσης φοβάται τη μανιέρα και θέλει να δοκιμάζεται και σε άλλους ρόλους. Τα δύσκολα παιδικά του χρόνια αλλά και το πάθος του για την υποκριτική τον κάνουν να κρατιέται γερά στα πόδια του τώρα που η επιτυχία του χτύπησε την πόρτα.Πώς είναι να γίνεσαι ξαφνικά τόσο αναγνωρίσιμος και όλοι να σου μιλάνε για τη διαφήμιση στην οποία παίρνεις μέρος;
«Κοίτα, σκοπός μου δεν ήταν να γίνω γνωστός και να αρέσω στον κόσμο. Σκοπός μου ήταν να αποδείξω σε κάποιους ανθρώπους που έχουν κάποιες θέσεις, είτε είναι παραγωγοί είτε ηθοποιοί ή δάσκαλοί μου στη σχολή, ότι αξίζω! Ήταν σαν να τους λέω ότι υπάρχω, ζω, είμαι εδώ!».
Έγινες πιο γνωστός στο ευρύ κοινό ως νέος Ξανθόπουλος. Ωστόσο, ξέρω ότι είσαι αρκετά χρόνια ηθοποιός...
«Είμαι δώδεκα χρόνια ηθοποιός και όλα αυτά τα χρόνια δούλευα πάντα, αλλά έκανα μικρής διάρκειας δουλειές... τρίμηνα, εξάμηνα, κάτι σίριαλ, κι έμενα εκεί. Δεν είχα κάνει ποτέ το "μπαμ". Βέβαια, σημαντική περίοδος της καριέρας μου ήταν όταν δούλεψα με τον Ευγένιο Σπαθάρη. Μπορώ να πω ότι ήταν ο δάσκαλός μου. Είχαμε κάνει μια παράσταση στο Θέατρο "Γκλόρι" με τον Βαμβακίδη, εκείνος έκανε τον Καραγκιόζη κι εγώ έκανα τον Σταύρακα. Και πώς τα φέρνει η μοίρα" μου έγινε πρόταση το 2003 από τους Ρώμα και Χατζησοφιά να παίξω τον Σταύρακα στο "Καφέ της χαράς" για τρία χρόνια».
Έχεις συνεργαστεί με τους Ρώμα, Μητσικώστα, Σεφερλή. Πώς ήταν η συνεργασία σας;
«Ο Μητσικώστας ήταν καλός άνθρωπος και συνεργάτης. Το κακό ήταν ότι δεν βοηθάει τους νεότερους. Τι εννοώ; Ήταν καταπληκτικός, αλλά δεν γύρισε ποτέ να με πιάσει ως νέο ηθοποιό από το χέρι και να μου πει "αυτό καλύτερα να το κάνεις έτσι ή αλλιώς". Έδιναν τα λόγια και όπως βγαίναμε" Γύρισε κανείς από αυτούς να πουν "αυτός είναι μαθητής μου"; Γιατί δεν το λένε; Δεν θέλουν, ντρέπονται ή φοβούνται; Είναι υπερόπτες. Με τον Σεφερλή παίξαμε δύο χρόνια επιθεώρηση. Κι αυτός είναι από τους ηθοποιούς που δεν βοηθάνε. Τέλειος άνθρωπος, γελαστός, θα ήθελα να τον έχω πατέρα και αδερφό, ψυχή μάλαμα" Στη δουλειά όμως δεν βοηθάνε όσο θα έπρεπε ένα νέο ηθοποιό. Δεν τους λέω κακούς. Τους λέω σκληρούς. Κάποιοι ηθοποιοί κοιτάνε μόνο την πάρτη τους. Ο Ρώμας ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μου έδωσε το βήμα, να παίξω στο σίριαλ "Λίφτινγκ". Πολύ καλός, βοηθάει τους νέους. Μου έδωσε ψωμί».
Πάντως, μετά την επιτυχία σου στη διαφήμιση ήρθε και πρωταγωνιστικός ρόλος στο «Σεσουάρ για δολοφόνους»...
«Ένας πολύ ωραίος ρόλος. Βέβαια και το καλοκαίρι στο "Αθήναιον", στη "Βουλή με τις τρελές" με τον Τόνι Άντονι και τη Μάρω Κοντού, ήταν καλή εμπειρία. Έτρεμαν τα πόδια μου, γιατί έπαιζα με σημαντικούς ηθοποιούς. Σε αυτό το έργο με είδε ο Θοδωρής Πετρόπουλος, που κάνει τη διασκευή του "Σεσουάρ", και μου πρότεινε να κάνω το ρόλο του αστυνομικού».
Πώς τα πηγαίνεις με τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης;
«Τον μοναδικό που ήξερα ήταν ο Θωμάς Παλιούρας, από τον Μητσικώστα. Την Ελένη Κρίτα την ήξερα μέσα από το "Παρά πέντε", ο Θεοχάρης Ιωαννίδης είναι νέος ηθοποιός, την Πηνελόπη Αναστασοπούλου την είχα γνωρίσει στον "Αστυνόμο Μπέκα". Για τον Νίκο Μουτσινά είχα μια επιφύλαξη, γιατί δεν τον είχα δει ποτέ να παίζει θέατρο. Όμως, μόλις διαβάσαμε τα λόγια και σηκωθήκαμε επάνω να δούμε σκηνή σκηνή πώς θα στήσουμε το έργο, τρελάθηκα! Ο Νίκος Μουτσινάς έχει να δώσει πολλά στο θέατρο. Σε ένα συγκεκριμένο είδος θεάτρου έχει να κάνει όργια. Ξεκίνησα μαζί του όχι κουτσομπολίστικα, αλλά επαγγελματικά. Στη συνεργασία μας είναι τέλειος και στη σκηνή ο μοναδικός που δίνει την ατάκα. Σ’ τη δίνει, δεν σ’ την τρώει. Όσο για την Πηνελόπη Αναστασοπούλου, για εμένα είναι η νέα Βάνα Μπάρμπα. Έχει στο μάτι αυτό το διαβολικό, της γυναίκας της θηλυκής, που μπορεί να κλείσει πολλά σπίτια».
Τηλεοπτικά τι παρακολουθείς;
«Δυστυχώς, δεν παρακολουθώ τίποτα. Η κοπελιά μου βλέπει πολλή τηλεόραση, αλλά εγώ δεν παρακολουθώ καθόλου. Γενικά, υπάρχει μια σήψη στην τηλεόραση. Δεν αφήνουν να μιλήσουν τα μυαλά, οι πνευματικοί άνθρωποι. Δεν θέλω να ακούω κάποιον που είναι φελλός».
Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
«Γεννήθηκα στο Αγρίνιο. Έχω τέσσερα αδέρφια. Η μάνα μας δεν είχε να μας ζήσει. Για να επιβιώσουμε, χωριστήκαμε σε διάφορα συγγενικά σπίτια. Εγώ μεγάλωσα σε χωριό των Ιωαννίνων με τον παππού και τη γιαγιά. Όταν κάποτε ρώτησα "γιατί το έκανες αυτό, φουκαριάρα μάνα", μου είπε "παιδί μου, δεν υπήρχαν χρήματα". Μου έλειψε η μητρική παρουσία. Όμως, όταν ξαναβρεθήκαμε, δεν ξεκολλούσα. Την αγαπάω πιο συνειδητοποιημένα τώρα».
Πώς αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός;
«Μεγαλώνοντας, τα καλοκαίρια δούλευα σερβιτόρος στον Άγιο Νικήτα στη Λευκάδα. Εκεί υπήρχε ένα δεκάλεπτο που αφήναμε τη δουλειά και κάναμε stand up comedy για να διασκεδάζουν οι τουρίστες. Με έβλεπαν λοιπόν διάφοροι και μου έλεγαν να γίνω ηθοποιός. Έτσι μου μπήκε η ιδέα και σιγά σιγα άρχισα να το σκέφτομαι. Τελείωσα το στρατιωτικό μου και ήρθα στην Αθήνα να αναζητήσω την τύχη μου. Ήθελα να πάω στην Κυψέλη και έκανα λάθος και πήγα στο Κερατσίνι. Κάποια στιγμή χτύπησα μια πόρτα, μου άνοιξε μια γριούλα, που δεν την ξαναείδα ποτέ, η οποία με περιέθαλψε για ένα βράδυ. Της θύμισα το παιδί της, που είχε πεθάνει στα καράβια. Για δύο μήνες έμενα σε φιλικά σπίτια. Στη συνέχεια δούλευα σε ένα περίπτερο στο Μεταξουργείο και έψαχνα να βρω σχολή για να γίνω ηθοποιός. Κόπηκα τρεις φορές στο Εθνικό και μετά, με τη βοήθεια του Οδυσσέα Σταμούλη, που μου υπέδειξε κάποια έργα που μου πάνε, έδωσα εξετάσεις, μέχρι που κατέληξα στη σχολή του Βασίλη Διαμαντόπουλου. Τελείωσα εκεί και μετά συνέχισα στη σχολή Βογιατζή-Τράγκα. Δουλεύω ασταμάτητα από το 1997».
Μπορεί ένας ηθοποιός να βγάλει χρήματα από αυτή τη δουλειά;
«Μόνο οι τοκογλύφοι καλλιτέχνες. Αυτοί δηλαδή που μπήκαν στο χώρο για να βγάλουν λεφτά. Εγώ δεν μπήκα στο θέατρο για να βγάλω χρήματα. Έχω άλλες αρχές. Έγινα ηθοποιός για να γίνω καλύτερος άνθρωπος και για να μου αναπληρώσει όλα τα κενά που δεν μου αναπλήρωσε το σχολείο. Εκεί έμαθα να διαβάζω, να ακούω τους ανθρώπους, να νιώθω τους ανθρώπους».
Μιμείσαι τον Νίκο Ξανθόπουλο πολύ πειστικά. Πώς το καταφέρνεις;
«Βοήθησε πάρα πολύ η εικόνα, το ασπρόμαυρο. Όσοι με βλέπουν μου λένε ότι οπτικά δεν του μοιάζω καθόλου. Μοιάζει το ύφος μου. Όμως, από την αρχή η ιδέα ήταν ότι δεν θέλουμε να τον κοροϊδέψουμε. Μου ζήτησαν να κάνω κάτι που να θυμίζει παλιό κινηματογράφο και να είναι λίγο μελό. Όταν είπα "φουκαριάρα μάνα μου", βγήκε από μέσα μου! Ίσως και από τα δικά μου προσωπικά βιώματα».
Η σύντροφός σου είναι του χώρου;
«Όχι, η Γιούλη ασχολείται με τα προγράμματα υπολογιστών. Ήταν θαυμάστριά μου. Με είδε στο τέλος μιας παράστασης και ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Τότε τελείωνα μια άλλη σχέση και μόλις γνώρισα τη Γιούλη, είπα στην άλλη οριστικά τέλος. Βέβαια, ο γάμος ως πράξη στην εκκλησία δεν μου λέει κάτι. Είμαι λίγο άναρχος σε όλα αυτά. Συζούμε και κάποια στιγμή θα την πείσω να κάνουμε κι ένα παιδί. Το θέλω ένα παιδί, έχω φτάσει στα 40. Όποτε εκείνη νιώσει έτοιμη, θα κάνουμε κι ένα παιδί. Πάντως, μου δίνει ωραίες συμβουλές».
Έχεις κάποιο μότο που ακολουθείς στη ζωή σου;
«Έχω ένα νόμο. Μου τον έμαθε ο φίλος μου, ο Πύρρος Δήμας. Κάποτε του είπα "θέλω να κάνω κάτι, να δανειστώ λεφτά". Και γύρισε και μου είπε "εγώ έχω λεφτά, αλλά δεν θα σου δώσω, γιατί δεν πρέπει ποτέ να βάζεις για τα λεφτά σε κίνδυνο τη φιλία"».