Η χαρισματική ποικιλία του ελληνικού αμπελώνα κατακτά τις καρδιές των οινοφίλων, που μαγεύονται από τον αρωματικό της πλούτο.
Μια δροσερή γουλιά από το κρασί αυτής της ξεχωριστής ποικιλίας είναι ό,τι πρέπει για να ξορκίσει τη μελαγχολία του φθινοπώρου. Ενα κρασί ερωτεύσιμο, που στο ποτήρι ακτινοβολεί φρεσκάδα και αναδίδει αρώματα κίτρου, λεμονιού, μάνγκο, λουλουδιών, ροδάκινου, ενώ στο στόμα ξεδιπλώνει κολακευτικά τη γεμάτη και υπέροχα πιπεράτη γεύση της.
Οινολάτρες και μη που τη δοκίμασαν εντάχθηκαν αυτόματα στους εκστατικούς μύστες της. Η γοητεία αυτής της εκλεκτής ποικιλίας μπορεί να συνεπάρει, αλλά εξίσου συναρπαστική είναι και η ιστορία της. Ο πλέον κατάλληλος να μας τη διηγηθεί είναι ο οινολόγος και οινοποιός Βαγγέλης Γεροβασιλείου, ο άνθρωπος που έβγαλε από την αφάνεια «...την ξεχασμένη βασίλισσα των ελληνικών κρασοστάφυλων», κατά τη σπουδαία οινολόγο Σταυρούλα Κουράκου.
Αρώματα και γεύση γεμάτη από μια ευγενή λευκή ποικιλία
Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου θυμάται πως «το 1975, ο αείμνηστος Βασίλειος Λογοθέτης, καθηγητής Αμπελογραφίας και Αμπελουργίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, είχε συλλέξει διάφορες ελληνικές ποικιλίες ξεχασμένες, άγνωστες εκείνη την εποχή και είχε δημιουργήσει έναν πειραματικό αμπελώνα στο Κτήμα Πόρτο Καρράς στη Χαλκιδική. Καθώς περπατούσαμε στον αμπελώνα, ο καθηγητής μού έδειξε ένα κλήμα λέγοντας: -Αυτή είναι η Μαλαγουζιά, τη βρήκα από μια κληματαριά-. Δοκιμάζω με ενδιαφέρον μερικές ρώγες και διαπιστώνω το ποιοτικό δυναμικό της. Οινοποίησα τη Μαλαγουζιά για πρώτη φορά στο Πόρτο Καρράς και μου άρεσε. Θυμάμαι που μύριζε λεμόνι και κίτρο. Το 1976 αρχίσαμε τον πολλαπλασιασμό της και έτσι διεσώθη η ποικιλία. Μερικά χρόνια αργότερα, ενδιαφέρθηκε και το Ινστιτούτο Οίνου. Τους έδωσα κληματίδες, οι οποίες δόθηκαν στον οινοποιό Θανάση Παρπαρούση και στη συνέχεια έφτασαν στα χέρια της Ρωξάνης Μάτσα».
Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου κατά τη διάρκεια της καριέρας του ως οινολόγου βρέθηκε στο επίκεντρο όλων των διεργασιών και τάσεων που οδήγησαν στην αναγέννηση του ελληνικού αμπελώνα και του ελληνικού κρασιού. Ο ίδιος θυμάται την προσωπική του προσπάθεια στο Κτήμα του και, «σκαλίζοντας» το οινικό παρελθόν του, που είναι συνδεδεμένο με τη συγκεκριμένη ποικιλία, λέει: «Η Μαλαγουζιά φυτεύτηκε στον δικό μου αμπελώνα στην Επανομή το 1981, που τότε ήταν 43 στρέμματα και που σήμερα φτάνει τα 261. Η ελληνική αγορά αγκάλιασε αμέσως αυτήν την ποικιλία, που η λεμονάτη γεύση της ταιριάζει με τη μεσογειακή κουζίνα». Ετσι, η Μαλαγουζιά, τη δεκαετία του ’80, χάρη σε έναν προικισμένο και οραματιστή οινοποιό που εκτίμησε τις δυνατότητές της, έκανε το ντεμπούτο της σαν βασίλισσα, μεταφέροντας τις χάρες της στα ποτήρια μας.
Τόπος καταγωγής της Μαλαγουζιάς είναι η Αιτωλοακαρνανία, ενώ τα παλαιότερα χρόνια ήταν καλυμμένες με την ποικιλία ευρύτερες περιοχές της Ναυπακτίας. Τα δύσκολα χρόνια (όταν και εγκαταλείφθηκε σιγά σιγά) ήρθαν λόγω της επέκτασης των ποτιστικών καλλιεργειών. «Η υγρασία δεν την ευνοεί, είναι ευαίσθητη ποικιλία», συμπληρώνει ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου. Σήμερα, δείχνει πιο ευπροσάρμοστη, αφού η καλλιέργειά της έχει επεκταθεί ακολουθώντας μια διαδρομή από τη Μακεδονία, τη Στερεά Ελλάδα και την Αττική μέχρι την Πελοπόννησο. Ρωτήσαμε τον γνωστό οινολόγο να μας πει αν η προσωπικότητα και τα χαρακτηριστικά της ποικιλίας διαφοροποιούνται από περιοχή σε περιοχή. «Κρατάει τα κλασικά αρωματικά στοιχεία της, αλλά ο τρόπος και η εμπειρία της οινοποίησης καθώς και η ηλικία των φυτών κάνουν τη διαφορά. Πάντως, εκφράζεται ποιοτικά και σε άλλες περιοχές».
Στην προσπάθεια αναζήτησης γηγενών ποικιλιών που έχουν δυναμική (από τις εκατοντάδες που διαθέτει η Ελλάδα), η Μαλαγουζιά κατέχει την πρώτη θέση. Την τελευταία δεκαετία έχει κάνει μια σημαντική διαδρομή, με τους φυτεμένους με την ποικιλία της αμπελώνες να επεκτείνονται. Οι χάρες της, προκλητικές, αναδεικνύονται μέσα από τη σημαντική δουλειά των οινοποιών, προσελκύοντας το ενδιαφέρον των ξένων αγορών, και -όπως όλα δείχνουν- το μέλλον της διαγράφεται ρόδινο.
«Είναι μια ποικιλία που, μετά το Ασύρτικο, αρχίζει να εδραιώνεται στο εξωτερικό», απαντάει ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου στην ερώτηση αν η Μαλαγουζιά ελκύει τους καταναλωτές και συμπληρώνει αποφασιστικά: «Πιστεύω ότι θα ξεπεράσει το Ασύρτικο γιατί μπορεί να παραχθεί σε μεγαλύτερη ποσότητα».
Μία από τις Μαλαγουζιές που δια- πρέπουν στη διεθνή αγορά είναι εκείνη που εξάγει το Κτήμα Γεροβασιλείου σε Ευρώπη, Η.Π.Α., Ιαπωνία, Βραζιλία και Αυστραλία. Πρόκειται για ένα κρασί που διακρίνεται για όλα τα τυπικά αρώματα της ποικιλίας, με στόμα πληθωρικό και παράλληλα κομψό, ισορροπημένο, αρωματικό και με πικάντικη επίγευση, το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα τους επόμενους μήνες.
Tα χαρίσματα της Μαλαγουζιας
- Τα κρασιά που δίνει η ποικιλία ξεχωρίζουν λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους. Εχει καθιερωθεί για τον αρωματικό και φρουτώδη χαρακτήρα της, τη φινέτσα της και την προσωπικότητά της, με τα φυτικά, ανθώδη αλλά και βοτανικά αρώματα που εκφράζονται με νότες βασιλικού.
- Στόμα τραγανό, χωρίς μεγάλη οξύτητα. Πίνεται φρέσκια, αλλά αντέχει και για 2 έως 3 χρόνια. Μερικοί παραγωγοί αφήνουν τη Μαλαγουζιά να ωριμάσει στα κελάρια μέσα σε δρύινα βαρέλια για να της προσδώσουν έναν πιο σύνθετο χαρακτήρα και ίσως λίγο μεγαλύτερη διάρκεια στο χρόνο. Παράλληλα, αρκετοί είναι οι παραγωγοί που δοκίμασαν οινοποίηση της γλυκιάς εκδοχής της.
- Οι χάρες της ποικιλίας αυτής κέντρισαν το ενδιαφέρον πολλών οινοποιών, που ασχολήθηκαν μαζί της παρουσιάζοντάς τη μόνη της ή με παρέα δύο ή τρία άλλα σταφύλια. Η συνοινοποίησή της τόσο με την άλλη πολυδύναμη ελληνική ποικιλία, το Ασύρτικο, όσο και με το διεθνές Chardonnay, δίνουν εξαιρετικά αποτελέσματα.
Μιλούν για την ποικιλία
- Ο σομελιέ Γιάννης Καϋμενάκης μάς λέει: «Την πιστεύω αυτήν την ποικιλία. Θα μπορούσε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο τραπέζι, όπως αντίστοιχα ένα Pinot Grigio στην Ιταλία. Δίνει ωραία δείγματα οινοποίησης από τους παραγωγούς. Η Μαλαγουζιά ταιριάζει με light lunch, με ορεκτικά όπως πίτες, γεμιστά και σαλάτες αλλά και με ήπια και μέσου βάρους τυριά».
- Ο Μάρκος Μάρκος, ο σομελιέ και διευθυντής του εστιατορίου Cibus, λέει: «Είναι μια αμιγώς ελληνική ποικιλία που δίνει κρασιά με κίτρινο χρώμα και αρώματα λουλουδιών, νότες μέντας και πλούσιο στρογγυλό στόμα, που ?βγάζει? ροδάκινο και βερίκοκο. Συνδυάζεται όμορφα στο καθημερινό τραπέζι με τη μεσογειακή κουζίνα, με φρέσκα ψητά ψάρια και λευκά κρέατα. Κάνει καλή συντροφιά με ένα ωραίο προσούτο Ευρυτανίας, με μια γραβιέρα Νάξου αλλά και με κατίκι Δομοκού».
Το αμερικανικό περιοδικό Wine & Spirits επέλεξε ως Οινοποιείο της Χρονιάς το Κτήμα Γεροβασιλείου.
Από τη ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ