Η παράξενα ελκυστική όψη του πρωταγωνιστή Καρλ Μάρκοβιτς διαθέτει ένα φυσικό χαρακτηριστικό για κάθε πτυχή του χαρακτήρα του. Η στραβή, σχεδόν παραμορφωμένη, μύτη αντιπροσωπεύει τα διαστρεβλωμένα του ήθη, ένα ζευγάρι τα αναπάντεχα γαλάζια μάτια του τις καλά κρυμμένες καλλιτεχνικές του ανησυχίες, ενώ τα στενά του χείλη φανερώνουν άνθρωπο που γεννήθηκε αποφασισμένος να επιβιώσει. Συνδυασμένα στο ίδιο πρόσωπο δίνουν ένα θελκτικά παράταιρο αποτέλεσμα, που άλλοτε σε προσελκύει και άλλοτε σε απωθεί, όπως ακριβώς και ο χαρακτήρας που υποδύεται στην ταινία. Χάρη στα πλαστογραφικά του ένσημα, λίγο μετά τη σύλληψή του ανακαλύπτει ότι οι Γερμανοί τού επιφυλάσσουν ειδική μεταχείριση - ευχή και κατάρα σ' ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, αφού ακόμα κι αν δεν τη βλέπεις πάντοτε μπροστά σου, η βία καταφέρνει πάντοτε να φτάσει μέχρι τ αυτιά σου.
Οι κραυγές και οι πυροβολισμοί που στοιχειώνουν την ηχητική μπάντα του «Παραχαρακτών» δημιουργούν στην ομάδα των εκλεκτών διαδοχικά συναισθήματα ανακούφισης και απόλυτης ενοχής, πράγμα που αποτελεί και τον ηθικό πυρήνα της ταινίας: να αντισταθεί κανείς στον κατακτητή ή να συνεργαστεί; Ωστόσο, εναλλάσσοντας ρυθμικά τα βογκητά με νοσταλγικά αργεντίνικα ταγκό -που σε συνδυασμό με τη σέπια φωτογραφία, μειώνουν τη φρίκη στο ελάχιστο- το αποτέλεσμα είναι ένα ανώδυνο αντιπολεμικό προϊόν που ο αυστριακός σκηνοθέτης και γόνος φιλοναζιστικής οικογένειας μάλλον πίστευε ότι όφειλε στον εαυτό του και τον υπόλοιπο κόσμο. Οι εναρκτήριες αναμνήσεις των παλιών καλών παράνομων ημερών και η σύντομη μεταπολεμική ευφορία στο φινάλε εγγυούνται μια λαμπερή εισαγωγή κι ένα ευχάριστο φινάλε που θα σας βοηθήσει να ξεχάσετε (είναι θέμα δευτερολέπτων) ότι η ταινία που μόλις είδατε αφορά μια από τις πιο ζοφερές εποχές στην παγκόσμια ιστορία αυτού του κόσμου.
Δέσποινα Παυλάκη