Το σεξ είναι εμπορεύσιμο προΪόν κι ο εξωτικός τουρισμός μια ερωτική συνδιαλλαγή στο VERS LE SUD, την καινούργια ταινία του ανθρώπου που μας χάρισε το υπέροχο Ελεύθερος Ωραρίου.
Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα
«Ετυχε να επισκεφτώ κάποια στιγμή την Αϊτή και ομολογώ πως το ταξίδι μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Γιατί δεν είχα φανταστεί ότι θα ερχόμουν σε επαφή με μια χώρα της οποίας ο πλούσιος πολιτισμός και το θαυμάσιο ταμπεραμέντο των κατοίκων βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τις υπάρχουσες συνθήκες εξαθλίωσης και την αίσθηση ότι ολόκληρος ο υπόλοιπος κόσμος την είχε εγκαταλείψει στην τύχη της. Το μέρος αυτό ασκεί μια πολύ μυστήρια γοητεία επάνω σου. Από τη μια υπάρχει μια ομορφιά και ένας διάχυτος αισθησιασμός, από την άλλη νιώθεις ότι, ανά πάσα στιγμή, οτιδήποτε μπορεί να συμβεί. Από ένα ευτυχές συμβάν μέχρι μια απότομη ανταλλαγή πυροβολισμών, από ένα χαρούμενο γεγονός μέχρι μια τραγωδία. Ο συνδυασμός όλων αυτών των πραγμάτων μου έδωσε την ιδέα να κάνω μια ταινία πάνω στην ιδέα του τουρισμού σε μια ξένη χώρα της οποίας την ψυχή και την ουσία δεν θα μπορέσεις ως περαστικός να συλλάβεις, γιατί είσαι προορισμένος να παραμείνεις ένας απλός παρατηρητής που βλέπει τα πάντα χωρίς να αγγίζει. Επιστρέφοντας στη Γαλλία έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο με διηγήματα του Ντανί Λαφεριέρ, το οποίο με συνεπήρε. Μία από τις ιστορίες του είχε τον τίτλο «Vers Le Sud» (Προς Το Νότο) και μιλούσε για τον ιδιαίτερα δημοφιλή στα χρόνια του 70 σεξουαλικό τουρισμό στην Αϊτή. Γυναίκες κάποιας ηλικίας έρχονταν από διάφορα μέρη του κόσμου για να απολαύσουν τον ήλιο και τις ερωτικές υπηρεσίες των νεαρών ντόπιων. Αυτό ήταν όλο. Ξαφνικά είχα μπροστά μου την ιστορία που έψαχνα».
Ευγενικός και ομιλητικότατος, ο Λοράν Καντέ κάθεται σ' ένα τραπέζι δίπλα στη θάλασσα, κάτω από τον ζεστό μεσημεριανό ήλιο. Η πολυαναμενόμενη καινούργια του ταινία προβλήθηκε μόλις μια μέρα πριν στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας, με σχετικά μουδιασμένη ανταπόκριση. Η αντίδραση μοιάζει δικαιολογημένη, αν σκεφτεί κανείς ότι οι προσδοκίες που είχε γεννήσει η αμέσως προηγούμενη δημιουργία του Ελεύθερος Ωραρίου ήταν υπερβολικά μεγάλες. Χωρίς να είναι εξίσου πολυεπίπεδο, το Vers Le Sud αποτελεί, παρ όλα αυτά, μια ζυγαριά που ισορροπεί πετυχημένα ανάμεσα στον κοινωνικό σχολιασμό και τη σκιαγράφηση της ψυχοσύνθεσης τριών γυναικών, καθεμιά από τις οποίες γυρεύει συντροφιά, ηδονή, ίσως και κάποια επιβεβαίωση. Πίσω από τα μελαγχολικά γυναικεία πορτρέτα του Καντέ κρύβονται αρκετές αντιθέσεις που κάνουν το χάσμα μεταξύ του λεγόμενου πολιτισμένου κόσμου και μιας από τις πιο υποβαθμισμένες γωνιές του πλανήτη να μοιάζει αγεφύρωτο. Εξίσου μεγάλο φαντάζει και το χάσμα που φαίνεται να χωρίζει το καινούργιο φιλμ από τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη. Οι ηλιόλουστες, παραθαλάσσιες εκτάσεις και ο θηλυκός μικρόκοσμος του Vers Le Sud βρίσκονται πολύ μακριά από τα παγωμένα τοπία (ανθρώπινα και μη), την απόγνωση και την αλλοτρίωση στο μέσο μιας καπιταλιστικής κοινωνίας που συναντά κανείς στα Resources Humaines και Ελεύθερος Ωραρίου.
Μια πλησιέστερη ματιά αρκεί μολαταύτα για να αποκαλύψει πολλά κοινά μεταξύ τους. Θα συμφωνήσει και ο ίδιος ο Καντέ: «Δεν προφασίστηκα ποτέ μου ότι είμαι ένας σκηνοθέτης με βασικό μέλημα τις συνθήκες του δυτικού εργασιακού κόσμου, ούτε αισθάνομαι πως πρέπει να τηρώ με τις ταινίες μου μια σταθερή θεματική γραμμή. Μου αρέσει κάθε νέα δουλειά μου να εκτυλίσσεται και σ' ένα διαφορετικό περιβάλλον ζωής. Ακόμη κι έτσι, όμως, νομίζω πως θα βρείτε πολλά κοινά μεταξύ όλων των ταινιών μου. Υπάρχει μια σαφής σύνδεση, αν ρίξετε μια ματιά κατ αρχάς, στους χαρακτήρες. Ο ήρωας του Ελεύθερος Ωραρίου βρίσκεται διαρκώς μεταμφιεσμένος πίσω από μια ψευδαίσθηση ύπαρξης. Οι τωρινές μου πρωταγωνίστριες αγωνίζονται σε όλη τη διάρκεια του φιλμ να κρατήσουν τα προσωπεία που καθεμιά έχει διαλέξει για τον εαυτό της. Αυτή η ιδέα ενός κόσμου όπου η αλήθεια βρίσκεται διαρκώς κρυμμένη πίσω από μάσκες συνδέει πολύ στενά τις δημιουργίες μου. Από την άλλη θα διαπιστώσετε ότι και το Vers Le Sud προσπαθεί, όπως άλλες δουλειές μου, να βρει για τους ήρωές του μια θέση σε έναν κόσμο τον οποίο οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ως ξένο, αδυνατώντας να ενσωματωθούν σε αυτόν».
Εξομολογείται πόσο θα επιθυμούσε το κοινό να μην εκλάμβανε την ταινία απλά ως μια σκανδαλιστική περίπτωση πορνείας, με πρωταγωνιστές νεαρούς ιθαγενείς που πουλάνε έρωτα σε μεσήλικες παραθερίστριες με φουσκωμένο πορτοφόλι. «Ηθελα το ξενοδοχείο στο οποίο εκτυλίσσεται μεγάλο μέρος της δράσης να μοιάζει σαν ένας ψεύτικος, πλαστός παράδεισος. Μακριά από τη βία και τους κινδύνους που παραμονεύουν στον έξω κόσμο, μακριά από τον χρόνο που περνά για τις ηρωίδες. Μια τοποθεσία στην οποία τα αγόρια βρίσκουν μια τρυφερότητα που δεν υπάρχει στην δική τους καθημερινή πραγματικότητα και οι γυναίκες ξεχνούν τις απογοητεύσεις που κουβαλούν από τις δικές τους ζωές. Ο παράδεισος όμως δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει πλέον και η Αϊτή στην οποία αναφέρεται η ταινία. Ο τουρισμός έχει πλέον εκλείψει, οι πανέμορφες παραλίες έχουν χαθεί. Αυτό που μένει είναι μόνο η φτώχεια και η εκμετάλλευση. Αυτή είναι η αλήθεια...».