Γνήσιο τέκνο της εργατικής τάξης εισβάλλει στο παλάτι του Μπάκιγκχαμ και πολύ σύντομα στην απονομή των Οσκαρ, καταλύοντας τα πάντα με μια από τις καλύτερες γυναικείες ερμηνείες των τελευταίων ετών. Για τη σπουδαία Αγγλίδα ηθοποιό, ήταν επιτέλους καιρός να γραφούν πρωτοσέλιδα.
Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα
Πέντε ολόκληρα λεπτά επευφημούσε όρθιο το κοινό στο πρόσφατο φεστιβάλ Βενετίας την εξαίρετη ερμηνεία της 61χρονης ηθοποιού ως βασίλισσα Ελισάβετ Β*. Λίγες μέρες αργότερα, η Ελεν Μίρεν πρόσθετε δικαιωματικά ένα ακόμη βραβείο στη μεγάλη συλλογή της. Αλλά το αγαλματίδιο που της απένειμε η Μόστρα για τη Βασίλισσα του Στίβεν Φρίαρς δεν την πετυχαίνει απλώς σε μια ακόμη αξιομνημόνευτη κατάθεσή της επί οθόνης. Τη βρίσκει, στην καλύτερη ίσως στιγμή μιας ούτως ή άλλως υποδειγματικής καριέρας, να έρχεται αντιμέτωπη με έναν επικίνδυνο ρόλο και να τον υπερνικά. Γκρεμίζοντας το συνοφρυωμένο κλισέ που ανέκαθεν αποτελούσε η Αγγλίδα μονάρχης και αποκαλύπτοντας πίσω της έναν άνθρωπο. Μοναχικό, αβέβαιο, θλιμμένο, τρωτό.
Ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι την Ελισάβετ ενσαρκώνει μια αλλοτινή πολιτική αντιρρησίας που ουδέποτε απέκρυψε την αντιπάθειά της στους πάσης φύσεως θεσμούς. Η Μίρεν μεγάλωσε στις φτωχικές συνοικίες του Σάουθεντ. Ο ρωσικής καταγωγής πατέρας και η Αγγλίδα μητέρα της ανήκαν στα κατώτερα στρώματα της εργατικής τάξης και η μετέπειτα ηθοποιός μεγάλωσε στο εσωτερικό «ενός σπιτιού σοσιαλιστών, οι οποίοι απεχθάνονταν τη μοναρχία και κάθε ιδέα περί υψηλής τάξης. Θεωρώ μια τέτοια αντίδραση λογικό προϊόν της κοινωνικά έκρυθμης εποχής τους. Αν ζούσαν σήμερα, υποψιάζομαι πως θα είχαν σαφώς πιο ψύχραιμη άποψη για τη βασιλεία».
Αν μπορούσατε να υποδυθείτε τη βασίλισσα στα πολιτικοποιημένα πρώτα χρόνια της καριέρας σας, θα το κάνατε ανενδοίαστα;
Ασφαλώς. Δεν απορρίπτεις τόσο σπουδαίο ρόλο, ανεξαρτήτως των πεποιθήσεών σου. Ως ηθοποιός οφείλεις να αναιρείς ακόμη κι όσα θεωρείς δεδομένα για τον εαυτό σου.
Η δική σας άποψη για τη μοναρχία έχει αλλάξει με τα χρόνια;
Θα μου φαινόταν αρκετά παιδαριώδες και πολύ κοινότυπο να εξακολουθεί κανείς να αντιτίθεται σε έναν θεσμό τόσο πεπαλαιωμένο ώστε να αποτελεί από μόνος του αναπόφευκτο στερεότυπο.
Το γεγονός ότι υποδυθήκατε διαδοχικά και τις δυο βασίλισσες της Αγγλίας σάς βοήθησε να αναθεωρήσετε πράγματα τα οποία θεωρούσατε δεδομένα για την τάξη τους;
Μου δόθηκε η ευκαιρία να σκεφτώ σοβαρά για πρώτη φορά τι διάολο είναι αυτό που ονομάζεται μοναρχία και το οποίο πάντοτε αναθεματίζαμε (γέλια). Και κατάλαβα, εν μέρει, όσα πάντοτε υποψιαζόμουν. Πως το παλάτι είναι ένας αυστηρά οριοθετημένος, κατασταλτικός κόσμος, όπου είναι φοβερά δύσκολο να παραμείνεις φυσιολογικός, καθημερινός άνθρωπος. Μπορεί να είσαι ο πιο ευνοημένος πολίτης της χώρας, αδυνατείς όμως να επιδοθείς σε απλούστατα πράγματα, όπως το να βγεις αμέριμνος για ψώνια ή να διασκεδάσεις σε κάποιο νυχτερινό κέντρο. Οταν ετοιμαζόμουν να υποδυθώ την Ελισάβετ Α* (ρόλος που της χάρισε πέρσι το Εμι ερμηνείας), αιφνιδιάστηκα συνειδητοποιώντας πόσο σοβαρά έπαιρναν το λειτούργημά τους οι τότε μονάρχες. Πίστευαν ότι βρίσκονται σε προνομιούχα θέση επειδή ο Θεός το θέλησε. Και πόσο τερατώδες εγώ συντηρούσαν! Το εγώ της πρώτης Ελισάβετ ήταν σχεδόν παράλογα μεγάλο. Στην περίπτωση της δεύτερης Ελισάβετ, το παλιό, αυταρχικό εγώ έχει εξανεμιστεί εντελώς. Σαν να προσπάθησε η ίδια να το αποβάλλει για να περιέλθει σε μια πιο ανθρώπινη κατάσταση από την προκάτοχό της. Οταν φτάνεις ωστόσο σε σημείο να υπερβείς έναν τόσο γιγάντιο εγωισμό, περνάς αυτομάτως σε μια διαφορετική υπαρξιακή κατάσταση, εκείνη του να μην έχεις άλλη επιλογή. Είναι ένας απίστευτος συμβιβασμός, αν το καλοσκεφτείτε.
Από ένα τεράστιο υλικό αναφοράς που φαντάζομαι ότι είχατε για να μελετήσετε τον ρόλο, ποιο στάθηκε το κλειδί στην βαθύτερη κατανόησή του;
Ηταν ένα σύντομο φιλμ. Απεικόνιζε την δωδεκάχρονη Ελισάβετ να βγαίνει από ένα αυτοκίνητο και να περπατά προς το μέρος κάποιου ανθρώπου για να του σφίξει το χέρι. Η όλη χειρονομία μού φάνηκε ιδιαίτερα συγκινητική και, όσο περισσότερο την μελετούσα, τόσο πιο ανθρώπινη και απτή γινόταν η βασίλισσα στη συνείδησή μου. Επέμεινα να αντλήσω από την εικόνα μιας ανήλικης ακόμη Ελισάβετ για να καταλάβω το πραγματικό της πρόσωπο, προτού η μοναρχία μετατρέψει το ανυποψίαστο κοριτσάκι στην μετέπειτα κυβερνώσα. Και διέκρινα τελικά ένα παιδί, συμφιλιωμένο με μια αίσθηση ευθύνης και καθήκοντος που δεν ταίριαζε στην ηλικία του. Δεν ήταν σαν τα συνομήλικά της κορίτσια η Ελισάβετ. Δεν υπήρχε ξενοιασιά στο βλέμμα της. Μόνο μια υποχρέωση να υποδυθεί έναν ρόλο που θα κουβαλούσε για την υπόλοιπη ζωή της.
Δεδομένου ότι η πιο ανοιχτή σε ερμηνείες σκηνή της ταινίας είναι αναμφίβολα εκείνη με το ελάφι, θα μου δώσετε τη δική σας εκδοχή;
Ηταν η αγαπημένη μου σκηνή στο σενάριο. Μπορεί οι περισσότεροι να παραλληλίζουν τον αναξιοπρεπή θάνατο του ελαφιού με τον χαμό της ίδιας της Νταϊάνα, εγώ όμως δεν το είδα καθόλου έτσι. Η δική μου ερμηνεία έχει να κάνει με μια αίσθηση επιλόγου που μου άφησε η όλη σκηνή. Αισθάνθηκα να υπογραμμίζει το τέλος μιας γενιάς, την απώλεια ενός τρόπου ζωής. Οχι ενός μοναρχικού τρόπου ζωής, αλλά ενός ολόκληρου παλιού κόσμου που τώρα εξαφανίζεται. Είχα νιώσει έτσι όταν είχα χάσει τη μητέρα μου. Θρηνώντας την, θρηνούσα συνάμα τον χαμό μιας γενιάς που βίωσε διαφορετικά και δυσκολότερα πράγματα από εμάς- μια σφοδρή οικονομική κρίση, δυο παγκόσμιους πολέμους, μεγάλη κοινωνική δυστυχία- για να επιβιώσει από τις αντιξοότητες και να προσφέρει στη δική μου γενιά ένα οργανωμένο σύστημα υγείας και εκπαίδευσης, καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Ακόμη θυμάμαι τη μητέρα μου να κρύβει το χαρτί περιτυλίγματος από τα δώρα των Χριστουγέννων για να το χρησιμοποιήσει ξανά στις επόμενες γιορτές, να φυλά το χλιαρό νερό όταν κάποιος από εμάς έκανε μπάνιο για να πλυθεί αμέσως μετά άλλος, επειδή κόστιζε το να ζεστάνεις νερό. Αυτή η αίσθηση της αυτοσυγκράτησης, της πειθαρχίας ήταν άρρηκτα δεμένη με εκείνους μονάχα τους ανθρώπους. Ο θάνατος του ελαφιού από έναν πλούσιο, βολεμένο και άνανδρο τύπο που πλήρωσε ένα τεράστιο ποσό για να το δει νεκρό συμβολίζει για μένα αυτό το τέλος του παλιού κόσμου και την αντικατάστασή του από έναν νέο, ψυχρότερο, που δεν επιφυλάσσει κανένα είδος αξιοπρέπειας.
Μοιάζετε με ευνοούμενη των βραβείων, παρ όλο που έχετε εκφραστεί αρκετές φορές απαξιωτικά γι αυτά...
Ναι, επειδή μπορεί τα βραβεία να είναι όντως ένα θαυμάσιο πράγμα, για μένα όμως δεν έχουν την παραμικρή σημασία.
Το γεγονός ότι το 2003 αναγορευτήκατε σε «dame» πιστεύετε ότι είναι της ίδιας ήσσονος σημασίας με ένα βραβείο;
Καθόλου. Η συγκεκριμένη χειρονομία σήμανε για μένα κάτι πολύ σημαντικό: ότι ο κόσμος στον οποίο μεγάλωσα άφησε τελικά ένα σημάδι σε έναν κόσμο που πάντοτε βρισκόταν πολύ μακριά του. Ηταν ένα είδος αναγνώρισης για τους γονείς μου. Μπορεί να ήταν νεκροί όταν έλαβα το αξίωμα, μέσα μου όμως ένιωθα ότι το έπαιρνα γι αυτούς. Για όλα τα χρόνια που πέρασαν στη φτώχεια και τις δυσκολίες τους. Θα ήθελα να ήταν ζωντανοί για να με δουν, αυτή όμως θα παραμείνει μια από τις μεγαλύτερες λύπες μου.
Αισθάνεστε πλέον μέρος του κατεστημένου;
Αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου, στην πραγματικότητα. Δεν θέλω να γίνω ποτέ μέρος οποιουδήποτε κατεστημένου. Πάντοτε προσπαθούσα να απέχω, να τηρώ τις αποστάσεις μου. Οσο περισσότερο μεγαλώνεις, βέβαια, τόσο πιο έντονα νιώθεις μια αναπόφευκτη ροπή όχι μόνο προς τον κομφορμισμό, αλλά και προς το να θεωρείσαι ο ίδιος κατεστημένο από τις νεότερες γενιές. Μου φαίνεται αστείο να με θεωρεί κάποιος θεσμό.
Τι χαρακτήριζε την Ελεν Μίρεν όταν ξεκινούσε, 40 χρόνια πριν;
Ανασφάλεια. Τα νιάτα μου ήταν ένας συρφετός από αντιφάσεις γιατί περνούσα κάθε μέρα δίχως να ξέρω τι θα απογίνω, πού θα με οδηγούσε το μονοπάτι που είχα διαλέξει. Ηθελα να γίνω μια πολύ καλή ηθοποιός. Ηθελα να λοξοδρομήσω από τον βέβαιο δρόμο προκειμένου να εξερευνήσω, να δοκιμαστώ. Ηταν μια εμπειρία τρομακτική και μαγευτική συνάμα, τώρα που τη σκέφτομαι από ασφαλή απόσταση.
Και τι σας χαρακτηρίζει στην έκτη δεκαετία της ζωής σας;
Τώρα μπορώ απλά να απολαύσω περισσότερο ό,τι κάνω. Με όλη την ομορφιά τους, τα νιάτα κρύβουν και μια κατάσταση διαρκούς άγχους, συνεχούς αναμονής για το τι μπορεί να συμβεί στο επόμενο λεπτό. Οταν έχεις φτάσει πλέον στα 60, δεν νιώθεις υποχρεωμένη να αγχωθείς ή να αναρωτηθείς για κάτι. Δεν έχεις να αποδείξεις απολύτως τίποτα. Ούτε στον εαυτό σου, ούτε στους άλλους. Κι αυτό αποτελεί, ξέρετε, ένα θαυμάσιο συναίσθημα.
Τι θα μπορούσε να σκεφτεί, πιστεύετε, η βασίλισσα, βλέποντας την ταινία;
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. «Θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα» υποψιάζομαι ότι θα μπορούσε να πει. «Μπορώ τώρα να έχω ένα τζιν τόνικ;» (γέλια)