Η ιστορία του Στράτου (Βαγγέλης Μουρίκης), ενός μοναχικού επαγγελματία εκτελεστή που, έπειτα από μία προδοσία, βλέπει τα ελαστικά ηθικά του όρια να ταλαντώνονται βίαια, είναι πολύ περισσότερο ένα υπαρξιακό δράμα γύρω από τη γενικότερη κρίση αξιών, παρά ένα φιλμ για τη σημερινή ελληνική κρίση.
Το «Μικρό Ψάρι», η φιλόδοξη συμπαραγωγή του Χρήστου Κωνσταντακόπουλου της Faliro House, του Πάνου Παπαχατζή της Argonauts, αλλά και του Μάικλ Βέμπερ της Match Factory, ξεκινά εκ πρώτης όψεως παράδοξα.
Το πρώτο μέρος της παραπλανά, καθώς υποβάλλει τον θεατή σε μία σχεδόν μακάρια σύσταση χαρακτήρων και σχέσεων, συγγενεύοντας κάπου-κάπου με τη διαλεκτικά σκληρή λούπα των δύο πρώτων ταινιών του Οικονομίδη («Σπιρτόκουτο», «Ψυχή στο Στόμα»), χωρίς να απομακρύνεται από την εσωτερικότητα που υιοθέτησε στον «Μαχαιροβγάλτη».
Εμβόλιμα, παρεμβάλλονται οι σκηνές των δολοφονιών, των συμβολαίων θανάτου που εκτελεί σιωπηρά ο Στράτος. Η σβελτάδα των εν λόγω σκηνών, το ξυραφένιο μοντάζ και η θαυμάσια σκηνοθετική οικονομία τους τις καθιστά σχεδόν κλασικές, αφού δεν έχουν προηγούμενο στα χρονικά του ελληνικού κινηματογράφου.
Ταυτόχρονα, ερχόμενες σε χτυπητή αντίθεση με τη φαινομενική στατικότητα στη δραματουργία του πρώτου μισού της ταινίας, αναλαμβάνουν να γεννήσουν τις απαραίτητες υποψίες στον θεατή για ό,τι επακολουθήσει.
Η θεαματική μεταστροφή θέματος στου δρόμου τα μισά και –κυρίως- η ώριμη διαχείρισή της από πλευράς Οικονομίδη, έρχεται να πιστοποιήσει πως ο Ελληνοκύπριος δημιουργός κατακτά συν τω χρόνω όλο και μεγαλύτερη πλαστικότητα στην αφηγηματική του φόρμα, δείχνοντας πως η παρουσία του «Μικρού Ψαριού» στο διαγωνιστικό τμήμα της περασμένης Μπερλινάλε μόνο τυχαία δεν ήταν.
Ανάμεσα στα νυχτοκάματα σε βιοτεχνία αρτοποιίας και τις εν ψυχρώ εκτελέσεις, η βαλτωμένη ζωή του λιγομίλητου Στράτου περιστρέφεται γύρω από την προσπάθειά του να βοηθήσει στην απόδραση από τη φυλακή του ανθρώπου που κάποτε του έσωσε τη ζωή, δύο γείτονες φίλους, τη Βίκυ (Βίκυ Παπαδοπούλου) και τον αδερφό της, Μάκη (Πέτρος Ζερβός), καθώς επίσης την αποφυγή του Πετρόπουλου (Γιώργος Γιαννόπουλος), ενός τοπικού μαφιόζου που τον πιέζει με κάθε μέσο να συνεργαστούν.
Όταν η απόδραση μαζί με τα χρήματα πάνε περίπατο και η οκτάχρονη Κατερίνα (Πωλίνα Δελλατόλα), κόρη της Βίκυς, βρεθεί σε κίνδυνο, ο Στράτος θα δει το αξιακό του σύστημα να εκρήγνυται.
Σε αυτόν τον τερατώδη κόσμο, τον καταδικασμένο από το στρεβλό δαρβινικό άλλοθι που θέλει το μεγάλο ψάρι να τρώει το μικρό (όπως υποδηλώνει και ο τίτλος), κάποιο κανονικό «τέρας», ένας ψυχρός φονιάς, έρχεται να περισώσει την όποια υποκειμενική έννοια δικαίου, φτάνοντας ως την αυτοδικία.
Παρ' ότι το περιβάλλον της ταινίας είναι αμιγώς νεοελληνικό, ο Οικονομίδης επιχειρεί να αποστρέψει το βλέμμα από τον εθνικό μας αυτισμό που υπαγορεύει διαρκώς ιδεοληψίες και στείρα αναθέματα γύρω από τη σημερινή κρίση.
Έτσι, πατώντας στα μονοπάτια του νεο-νουάρ και το σινεμά του Μελβίλ, ο Ελληνοκύπριος δημιουργός καταλήγει να αφηγείται το αναπόφευκτα συντριπτικό ραντεβού με το έδαφος μιας στραγγισμένης από αξίες κοινωνίας σε ελεύθερη πτώση, μέσα από τη σχεδόν υποκειμενική ματιά του πανταχού παρόντα κεντρικού ήρωα.
Κομβική για το «Μικρό Ψάρι» είναι η συμβολή της πρωταγωνιστικής τριπλέτας. Ο Βαγγέλης Μουρίκης ξεπερνά ακόμα και αυτόν τον αξιομνημόνευτο εαυτό του στον «Μαχαιροβγάλτη», θυμίζοντάς μας πως πρόκειται για έναν ηθοποιό κομμένο και ραμμένο για τα μέτρα του πανιού της σκοτεινής αίθουσας.
Ο Πέτρος Ζερβός, βραβευμένος σκιτσογράφος, αρχιτέκτονας, αλλά κι ερασιτέχνης ηθοποιός για χάρη της φιλίας του με τον Οικονομίδη, αποδεικνύει πως δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τους επαγγελματίες συναδέλφους του.
Η Βίκυ Παπαδοπούλου, απ' τη μεριά της, προλαβαίνει μέσα σε περιορισμένο φιλμικά χρόνο να προσθέσει στο βιογραφικό της την πρώτη σημαντική κινηματογραφική της παρουσία.
Από το υπόλοιπο καστ διακρίνεται ο Γιώργος Γιαννόπουλος σε ρόλο-γάντι, ενώ η Μαρία Καλλιμάνη με την Πόπη Τσαπανίδου πραγματοποιούν χαρακτηριστικές καμέο-εμφανίσεις.
Ξεχωριστή μνεία αξίζει, επίσης, στον φωτογράφο Δημήτρη Κατσαΐτη, σταθερό συνεργάτη του Οικονομίδη, ο οποίος «ευθύνεται» για την πιο φωτεινή ταινία του τελευταίου, καθώς αναδεικνύει ιδανικά τα πολλά εξωτερικά πλάνα της παραγωγής.
Όσο για τον Οικονομίδη, το «Μικρό Ψάρι» επιβεβαιώνει τη συνεπή πρόοδο ενός τολμηρού κι ανήσυχου δημιουργού που δε σταματά να εξελίσσεται. Το σίγουρο είναι πως, ταινία με την ταινία, θα φροντίζει να μας απασχολεί όλο και περισσότερο.