Ντομ Χέμινγουεϊ

05.02.2014
Ένας εξαιρετικός Τζούντ Λο σε μια χειμαρρώδη ερμηνεία, επισκιάζεται τελικά από το συντηρητικό όραμα μιας ταινίας που αν παρέμενε πιστή στο πρώτο κομμάτι της, θα αποτελούσε ένα ενδιαφέρον δείγμα γκανγκστερικής μαύρης κωμωδίας, όπως αντιλαμβανόμαστε το είδος απ’ το σινεμά του Γκάι Ρίτσι και το «Ερωτικό Κτήνος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ.

Ντον Χέμινγουεϊ. Ένας διαβόητος διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων που εκτίει την ποινή του σε κάποια φυλακή της Βρετανίας.

Μετά από την 12ετή παραμονή του στο σωφρονιστικό ίδρυμα, απελευθερώνεται και πηγαίνει με τον κολλητό του, Ντίκι (Ρίτσαρντ Γκραντ) στην Νότια Γαλλία όπου συναντά τον αρχηγό της παλιάς του συμμορίας με σκοπό να εισπράξει το οικονομικό αντάλλαγμα για την σιωπή του στην φυλακή.

Μετά από ένα ντελιριακό διήμερο καταχρήσεων και μεταξύ δεκάδων βαθμών αλκοόλ και μικρών λόφων κοκαΐνης, ο Ντον εξασφαλίζει μια πολύ γενναία αποζημίωση, την οποία όμως χάνει μετά από ένα τροχαίο ατύχημα.

Τσακισμένος από την απώλεια ενός εκατομμυρίου λιρών και εξαθλιωμένος από το αλκοόλ, γυρίζει στο Λονδίνο όπου αφενός προσπαθεί να εξασκήσει την παλιά του τέχνη για να βγάλει λεφτά ενώ αφετέρου επιχειρεί να προσεγγίσει την Έβελιν, την κόρη που είχε εγκατέλειψε πριν από πολλά χρόνια. Οι προσπάθειές του αποβαίνουν άκαρπες μέχρι που ξαφνικά η τύχη φαίνεται να του χαμογελάει για μια τελευταία φορά.

«Δεν είναι το πέος μου εξαίσιο;», αναρωτιέται με βαριά εγγλέζικη προφορά ο Τζούντ Λο στο εισαγωγικό πλάνο της ταινίας, σε μια σκηνή αυθεντικά αλήτικη και ενδεικτική για το πώς μια γκανγκστερική μαύρη κωμωδία μπορεί να είναι αληθινά απολαυστική.

Το εκρηκτικό κοκτέιλ του «Ντον Χέμινγουεϊ» αποτελείται από βία, σεξ, απαγορευμένες ουσίες και χυδαίες βρισιές που εκτοξεύονται ανηλεώς, με τον Ντομ να προσπαθεί να αναπληρώσει μέσα σε λίγες ώρες την μια ντουζίνα χρόνια που έχασε στην φυλακή δίνοντας στον θεατή την ιδανική ευκαιρία για να συναντηθεί με τον πληθωρικό χαρακτήρα του.

Με προφανείς αναφορές στο σινεμά του Γκάι Ρίτσι και κλείνοντας το μάτι στο «Ερωτικό Κτήνος», το αναρχικό ντεμπούτο του Τζόναθαν Γκλέιζερ, ο σκηνοθέτης του τηλεοπτικού «Girls», Ρίτσαρντ Σέπαρντ, αφήνει την έπαρση, την αθυροστομία και το στιλ του κεντρικού του ήρωα να μας συμπαρασύρουν στον γοητευτικό κόσμο της κουλτούρας του υποκόσμου, εκεί που οι κανόνες υπάρχουν για να μην παραβιάζονται -όπως και τα χρηματοκιβώτια.

Αρχικά οι κλειδαριές ανοίγουν, καθώς ο Αμερικάνος σκηνοθέτης έχει την τύχη να διαθέτει στο καστ του έναν εξαιρετικό Τζούντ Λο, ο οποίος σε μια χειμαρρώδη ερμηνεία και ξεστομίζοντας με ρυθμό πολυβόλου πομπώδεις και υπεροπτικές ατάκες, ενσαρκώνει με άψογο ύφος έναν αυτάρεσκο κακοποιό παλιάς κοπής, του οποίου το αμαρτωλό παρελθόν παραλύει πλέον το παρόν του.

Όλα τα παραπάνω όμως, βρίσκονται σε ισορροπία μόνο στο πρώτο μισάωρο καθώς στη συνέχεια, το φιλμ φαίνεται να μην νιώθει άνετα με την δυσωδία του μικρόκοσμου των ηρώων του και παίρνει μια συντηρητική στροφή χωρίς όμως να διαθέτει και την απαιτούμενη σεναριακή δεξιοτεχνία για να την ολοκληρώσει επιτυχημένα.

Έτσι, ο τεστοστερονικός αντι-ήρωας Ντον μετατρέπεται άγαρμπα σε ένα κατατρεγμένο ανδρείκελο, έναν ντεκαντάνς νταή βγαλμένο από μια εποχή , την οποία η ταινία θεωρεί ξεπερασμένη. Με λίγα λόγια, ο χαρακτήρας του Ντον μένει βασικά ανεκμετάλλευτος και οι δεύτεροι ρόλοι που τον πλαισιώνουν είναι επίπεδοι και εντελώς σχηματικοί με αποτέλεσμα ο Λο να αναλώνεται σε μια υπέροχη σόλο ερμηνεία που δυστυχώς σκεπάζεται απ’ την τριγύρω μετριότητα, μέχρι και το γλυκανάλατο φινάλε που της δίνει την χαριστική φτυαριά.