Σε μια προσπάθεια να αξιοποιήσει εμπορικά όσες περισσότερες ευκαιρίες παρουσιάζονται από το εισπρακτικά πετυχημένο σινεμά του παρελθόντος, το εδώ και καιρό χρεοκοπημένο από πρωτότυπες ιδέες Χόλιγουντ ανέλαβε φέτος να αναστήσει τη μυθολογία του «RoboCop» και να ανανεώσει το περιεχόμενο της κλασικής μελλοντολογικής περιπέτειας που γύρισε ο Πολ Βερχόφεν το 1987 για τις ανάγκες μιας νεώτερης γενιάς θεατών.
Κρατώντας ως δεδομένο ότι δεν υπήρχε κανείς σημαντικός λόγος για μια τέτοια διασκευή, οφείλει κανείς να παραδεχτεί ότι η προσπάθεια του βραζιλιάνικης καταγωγής σκηνοθέτη να προσαρμόσει κατ' αρχάς τη φουτουριστική δημιουργία του Βερχόφεν στις δικές του ρεαλιστικές και ντοκιμαντεριστικής αμεσότητας εικονογραφικές αντιλήψεις είναι ενδιαφέρουσα.
Όπως συνέβαινε και στην πρωτότυπη ταινία του 1987, έτσι κι εδώ, η ιστορία μιλά για έναν ενάρετο αστυνομικό και καλό οικογενειάρχη ο οποίος περιπολεί τους δρόμους του αυριανού Ντιτρόιτ προσπαθώντας να ανακόψει το κύμα εγκληματικότητας που πλήττει ολοένα και περισσότερο την πόλη.
Όταν βρεθεί αιμόφυρτος και ετοιμοθάνατος, έπειτα από μια βίαιη συμπλοκή εν ώρα καθήκοντος, μια πολυεθνική εταιρία που εδώ και καιρό προσπαθεί να τελειοποιήσει τις νέες εξελίξεις στον τομέα της ρομποτικής τεχνολογίας αποφασίζει να χρησιμοποιήσει το σακατεμένο σώμα του προκειμένου να εφαρμόσει στην πράξη τις προθέσεις της για τη δημιουργία μιας σειράς από άτρωτες πολεμικές μηχανές.
Μισός άνθρωπος και μισός ρομπότ πλέον, ο ήρωας ξυπνά από τον λήθαργό του και επιστρέφει στην κανονική του ζωή, ξεκινώντας έναν αγώνα προκειμένου να ανταποκριθεί στην ολοκαίνουργια μεταλλική φύση του, να διατηρήσει όση ανθρωπιά βρίσκεται ακόμη κρυμμένη στο εσωτερικό του και συνάμα να βρει τους υπαίτιους για την παρ' ολίγο φυσική του εξόντωση.
Θέλοντας να πακετάρει την ταινία τους στις απαιτήσεις ενός «Κατάλληλου άνω των 13 ετών» κοινού, ο Παντίγια τηρεί σε μεγάλο βαθμό αποστάσεις από το υπερβίαιο θέαμα που είχε εξαπολύσει παλιότερα επί οθόνης ο Βερχόφεν.
Η δική του προσέγγιση είναι σαφώς πιο μετρημένη, και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ξεκάθαρος συμβιβασμός, αν η αισθητική του δεν έδινε μια τραχύτατη και αμεσότερη όψη στα δρώμενα, η οποία ξεπερνά τις μέσες απαιτήσεις ενός στουντιακού προϊόντος προς μαζική κατανάλωση.
Το ολοκαίνουργιο «RoboCop» έχει διατηρήσει αρκετή από την πολιτικοκοινωνική ειρωνεία του παλιού φιλμ, ρίχνοντας, εντούτοις, ένα απαραίτητο ξεσκόνισμα προκειμένου να της δώσει έναν πιο επίκαιρο χαρακτήρα και σε μεγάλο βαθμό παρουσιάζει τον εαυτό του ως μια ολοκληρωμένη περίπτωση ταινίας.
Αντίθετα, όμως, με την πλήρως αμοραλιστική και σαρδόνια επίθεση που επιχειρούσε ο Βερχόφεν με την δική του εκδοχή, η ρομποτική ταινία δράσης του Παντίγια έχει το αστραφτερό περιτύλιγμα και τη φρονιμάδα μιας προσεγμένης παραγωγής, υστερεί, όμως, σε επίπεδο έντασης και ενδιαφέροντος.
Όλα τα απαραίτητα συστατικά μοιάζουν να βρίσκονται εδώ. Αυτό που λείπει είναι ο αιφνιδιασμούς του καινούργιου και οι συγκινήσεις μιας καθαρόαιμης περιπέτειας που να φροντίζει να συνεπαίρνει με περισσότερους τρόπους πέρα από την πρωτοκλασάτη σκηνοθεσία και τις δεδομένες τεχνικές της αρτιότητες.