Όταν το 1980, στο φινάλε του «Οργισμένου Ειδώλου», οι θεατές παρακολουθούσαν με αμηχανία τον ήρωα Τζέικ Λα Μότα καθώς επιχειρούσε να διασκεδάσει τους θαμώνες ενός νυχτερινού κέντρου, έχοντας αφήσει πίσω τις ένδοξες πυγμαχικές μέρες του και αποτελώντας μια θλιβερή σκιά του πρότερου εαυτού του, κανείς δε μπορούσε να φανταστεί ότι η σκηνή θα αντανακλούσε τη μετέπειτα καριέρα του ίδιου του πρωταγωνιστή της.
Στα 70 του χρόνια και με μια ατέρμονη σειρά από εμφανίσεις σε ρόλους και σε ταινίες που εδώ και τρεις δεκαετίες σπάνια δικαιώνουν τη φήμη του, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο εξακολουθεί να πυροβολεί την αξιοσέβαστη αλλοτινή καριέρα του, έχοντας καταντήσει να προωθεί πλέον τον εαυτό του ως έναν ηθοποιό προς ενοικίαση.
Το πιο πρόσφατο χτύπημα κάτω από τη μέση που επιχειρεί στην πάλαι ποτέ εξαιρετική του ερμηνευτική διαδρομή, είναι η συμμετοχή του σε αυτή την ανώδυνη κωμωδία που βάζει έναν ηλικιωμένο μποξέρ να επιστρέφει στο πυγμαχικό ρινγκ μετά από μακροχρόνια απουσία για να αναμετρηθεί με τον πιο δημοφιλή αντίπαλό του, ολοκληρώνοντας έτσι μια διαβόητη αναμέτρηση που δεν έγινε ποτέ.
Οι σεναριογράφοι του συζητήσιμου σε σύλληψη φιλμ είχαν προφανώς στο μυαλό τους ότι, αν τοποθετούσαν τους δυο πιο εμβληματικούς μποξέρ της αμερικανικής μεγάλης οθόνης στο ίδιο κινηματογραφικό ανέκδοτο και τους πλαισίωναν με αρκετά κλεισίματα του ματιού σε ό,τι αφορά τους θρυλικούς ρόλους τους, το αποτέλεσμα υποσχόταν να είναι ψυχαγωγικό.
Τίποτα το διασκεδαστικό δεν υπάρχει, εντούτοις, στο θέαμα δυο εξηντάρηδων αντρών, οι οποίοι ανταλλάσσουν επί ώρα γροθιές, αψηφώντας στην πορεία στοιχειώδεις κανόνες αληθοφάνειας. Και τίποτα το ξεκαρδιστικό δεν κρύβεται πίσω από τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του Σταλόνε ή τις ατέλειωτες ερμηνευτικές μούτες του Ντε Νίρο, οι οποίες παίρνουν αναπόφευκτα κεντρική θέση στις σκηνές όπου η ιστορία καλεί τα δυο ανθρώπινα αυτά γκαγκ να προσγειωθούν για λίγο στις διαστάσεις γήινων και προσιτών χαρακτήρων.