Ο Τζεμίλ Τουράν στο e-go!

30.05.2006
Ο Τζεμίλ Τουράν επιστρέφει στα λογοτεχνικά δρώμενα με το βιβλίο «Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα», μία συγκλονιστική μαρτυρία για τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, αλλά και για την αξία των κοινωνικών αγώνων. Ο Τζεμίλ Τουράν μας μίλησε για το καινούριο βιβλίο...
Ο Τζεμίλ Τουράν επιστρέφει στα λογοτεχνικά δρώμενα με το βιβλίο «Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα», μία συγκλονιστική μαρτυρία για τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, αλλά και για την αξία των κοινωνικών αγώνων.
Ο συγγραφέας μην μπορώντας να αποτινάξει τα πάθη του κουρδικού λαού, αναφέρεται με πολύ εύστοχο τρόπο σ’ αυτά μέσω των περιπετειών μίας παρέας παιδιών που ασχολούνται με το θέατρο και μας μεταφέρει σε μια Τουρκία άλλων εποχών: στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, στα χρόνια της βίας και του παρακράτους, τότε που οι απηνείς πολιτικές διώξεις εξόντωναν τους πολίτες και φίμωναν την ελεύθερη έκφραση. Η εξαιρετικά ζωντανή γλώσσα του και η σφικτή πλοκή του το καθιστούν ευανάγνωστο. Ο Τζεμίλ Τουράν μας μίλησε για το καινούριο βιβλίο...

Και αυτό το βιβλίο σας πραγματεύεται το επίμαχο κουρδικό ζήτημα. Τι μπορούμε να ανακαλύψουμε στο «Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα» πέρα από το μόνιμο προβληματισμό σας για τα πάθη του λαού σας;

Είναι όντως επίμαχο το κουρδικό ζήτημα. Και τελικά όλη η ανθρωπότητα είναι γεμάτη από επίμαχα ζητήματα πολιτικά ή πολιτιστικά, οικολογικά ή θρησκευτικά. Και η ανθρωπότητα είμαστε εμείς, δεν μπορεί λοιπόν να μην προβληματιζόμαστε. Αν καίγεται το σπίτι του γείτονα, μπορεί να καεί και το δικό σου. Κοινότοπο μεν, αλλά πέρα για πέρα αληθινό. Δεν δικαιούμαστε λοιπόν να είμαστε απαθείς σ' όλα αυτά που γίνονται. Κι όχι να μην είμαστε απαθείς, αλλά και ούτε εύκολοι στη μαζική ενημέρωση. Είναι εν ολίγοις μεθοδευμένο να βρίσκονται συνεχώς οι Κούρδοι πίσω από τρομοκρατικές επιθέσεις, να πλασάρονται ως υποστηρικτές των Αμερικανών στο Ιράκ. Και μάλιστα χωρίς να γίνεται καμία ανάλυση, χωρίς να βλέπουν το φως της δημοσιότητας οι προτάσεις τους για ένα ειρηνικό Ιράκ, χωρίς να απασχολεί κανέναν ότι αυτός ο λαός είναι χωρίς πατρίδα, μοιρασμένος σε τρεις κατακτητές.
Γράφω για τους Κούρδους, για τη ζωή τους, για τη σκληρή καθημερινότητά τους γιατί είμαι Κούρδος. Γιατί αυτού του λαού είμαι κομμάτι. Τον ξέρω. Ξέρω τις ιστορίες του. Γνωρίζω τη λαχτάρα του για μια ελεύθερη πατρίδα. Τον καημό του να μιλάει τη γλώσσα του και να τραγουδάει τα τραγούδια του. Είναι οι δικοί μου άνθρωποι.
Μπορεί και σ' αυτό το τρίτο μου βιβλίο ο πρωταγωνιστής να είναι Κούρδος, αλλά οι αγώνες του, οι διεκδικήσεις του δεν έχουν να κάνουν μόνο με το κουρδικό ζήτημα, αλλά και μ' αυτό. Να λοιπόν τι μπορεί ο αναγνώστης να ανακαλύψει: τη δύναμη της θέλησης, την απίστευτη αντοχή των ιδανικών, αλλά και τη δύναμη της ενότητας. Ο Κασίμ δεν μάχεται το βαθύ κράτος της Τουρκίας μόνος του ή μόνο με άλλους Κούρδους, αλλά με Τούρκους συναδέλφους του. Που το ίδιο πεινάνε, το ίδιο διώκονται. Οι διεκδικήσεις των ανθρώπων έχουν κοινά σημεία πέρα από εθνότητες. Το ίδιο νιώθεις την πείνα, το κρύο, την αδικία. Και πιστέψτε με, δεν μιλάω για μια Τουρκία που έχει πλέον αλλάξει. Είναι η ίδια. Οι αριστεροί και οι Κούρδοι βασανίζονται από τους στρατοκράτες που ετοιμάζονται να πάρουν διαβατήριο για την Ε.Ε.

Ο αναγνώστης παρατηρεί ένα είδος εκτόνωσης της οργής που αισθάνεστε. Αισθάνεστε πράγματι την ανάγκη να εκτονωθείτε γράφοντας;

Δεν έχω καμιά οργή. Δεν έχω μίσος. Πίκρα αισθάνομαι και πόνο. Απλώς πιστεύω ότι πρέπει να διεκδικήσουμε ό,τι μας αναλογεί. Έπειτα είναι γεγονότα που τα έχω ζήσει, και όσα έζησα και ζήσαμε την εποχή της τουρκικής χούντας, δεν πρέπει να χαθούν. Το καπνεργοστάσιο που αναφέρω στο βιβλίο μου, όπου τσάκισαν οι χουντικοί τους απεργούς, έχει γίνει τώρα πανεπιστήμιο κι ένα κομμάτι το χρησιμοποιούν σαν μουσείο. Ότι και να κάνουν δεν μπορούν να σβήσουν τον αγώνα της εργατικής τάξης μέσα σ' αυτό το εργοστάσιο. Είναι ποτισμένοι οι τοίχοι, τα χώματα. Έχει χυθεί αίμα εκεί. Όταν γράφω λοιπόν αυτήν την πίκρα βγάζω, αλλά δυναμώνω και την ελπίδα μου ότι πριν τραβήξω για το πιο αλαργινό μου ταξίδι θα δω τους Κούρδους να ζουν ελεύθεροι στην πατρίδα τους. Γνωρίζω ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όμως ελπίζω, ελπίζω και γράφω. Και οι γραφές καμιά φορά πιάνουν...

Η ιστορία του βιβλίου σας αφορά τον αγώνα μιας ομάδας νεαρών με καλλιτεχνικές ανησυχίες ενάντια στο κατεστημένο. Οι ήρωες του βιβλίου σας θα μπορούσαν να είναι υπαρκτά πρόσωπα;

Εν μέρει είναι. Είναι εκείνοι οι νέοι που ψάχνουν διέξοδο. Κι αν καμιά φορά δεν θέλουν να ασχοληθούν με τίποτα άλλο παρά μόνο με εκείνο που αγαπούν, η ίδια η ζωή τούς κάνει να εξεγείρονται, να επαναστατούν. Ήταν μια παρέα που ενδιαφερόταν πολύ για το θέατρο. Είδε τότε ότι δεν μπορούσε να παίξει ό,τι θέλει γιατί η λογοκρισία καραδοκούσε, ο κόσμος φοβόταν να πάει να τους δει και αναγκάστηκαν να βάλουν λουκέτο στο όνειρό τους, στο θεατράκι τους. Άλλοι συμβιβάστηκαν, άλλοι εγκατέλειψαν, άλλοι συνέχισαν και είχε κόστος...

Ο Κασίμ, ο ήρωας του βιβλίου σας είναι τυφλός. Υπάρχει κάτι συμβολικό σε αυτή του την ιδιαιτερότητα;

Είναι τυφλός, αλλά βλέπει με τα μάτια της ψυχής. Χρησιμοποιώ αυτήν την χιλιοειπωμένη φράση αλλά είναι ό,τι πρέπει. Εγώ τι να σας πω για συμβολισμούς. Είναι σαν να κάθεται ο ζωγράφος πάνω από το έργο του και να λέει στον παρατηρητή του πίνακά του τι αναπαριστά το έργο. Ο αναγνώστης με τα δικά του μάτια της ψυχής θα δώσει τον συμβολισμό που θέλει. Άλλος πάλι μπορεί να το θεωρήσει μια απλή αναπηρία. Πάντως ο Κασίμ ήταν υπαρκτό πρόσωπο και προσέφερε στις μεγάλες απεργίες που γίνονταν τότε αυτά ακριβώς που περιγράφω, αλλά και βασανίστηκε όπως ακριβώς περιγράφω.

Βλέπετε τον εαυτό σας σε κάποιον από τους ήρωες;
Στον Πολάτ. Αλλά θα ήθελα να είμαι ο Κασίμ. Τον γνώρισα γι' αυτό το λέω. Κοντά του ένιωθα η νύχτα που έβλεπε τη μέρα.


Συνέντευξη στη Γεωργία Οικονόμου