Παρέες μικρές και μεγάλες είχαν από νωρίς κατακλύσει τους εξωτερικούς χώρους του αργολικού θεάτρου. Άλλοι έκαναν πικ νικ στο γκαζόν πίσω από τα εκδοτήρια εισιτηρίων, άλλοι δροσίζονταν στο ιστορικό Ξενία. Άνθρωποι όλων των ηλικιών περίμεναν με αξιοσημείωτη υπομονή σε ατελείωτες ουρές μέχρι να ανοίξουν οι πόρτες και να επικυρώσουν τα εισιτήριά τους. Γονείς έκλειναν τα μάτια των παιδιών τους στο χωμάτινο μονοπάτι προς το θέατρο προκειμένου να τους κάνουν… έκπληξη με το μεγαλείο του αρχαίου θεάτρου.
Ναι, η Επίδαυρος «βίωνε» Αυγουστιάτικα ένα απόλυτο sold out μετά από έναν πολύμηνο βομβαρδισμό του κοινού με αλλόκοτα και φανταχτερά πουλιά. Αυτή τη φορά όχι με τρανταχτά ονόματα υπερλαοφιλών και εμπορικών καλλιτεχνών (με εξαίρεση αυτό της Νατάσσας Μποφίλιου που ωστόσο δεν είναι ικανό από μόνο του να γεμίσει Αυγουστιάτικα την Επίδαυρο), αλλά μ’ έναν πιο… άγνωστο στο ευρύ κοινό θίασο που θα έφερνε τους «Όρνιθες» στην αρχαία ορχήστρα υπακούοντας στην σκηνοθετική μπαγκέτα του Νίκου Καραθάνου, του καλλιτέχνη που μας χάρισε εξαιρετικά ευχάριστες εκπλήξεις με τον «Συρανό», την «Γκόλφω», το «Δεκαήμερο», αλλά και προκάλεσε γόνιμες συζητήσεις γύρω από τον αμφιλεγόμενο «Βυσσινόκηπό» του.
Το έργο αυτό του Αριστοφάνη αφηγείται την ιστορία δύο φίλων, του Πεισθέταιρου και του Ευελπίδη, που εγκαταλείπουν την πόλη τους, την Αθήνα, για να αναζητήσουν μια νέα πολιτεία «μαλακιά και παχουλή σαν πουπουλένιο στρώμα». Και τη βρίσκουν στη χώρα των πουλιών, που την ονομάζουν «Νεφελοκοκκυγία». Τα πουλιά δέχονται τους δύο ξένους, τους δίνουν φτερά και όλοι μαζί ρίχνονται με ενθουσιασμό στην ανοικοδόμηση ενός τείχους στους αιθέρες, που αποκόπτει την επικοινωνία ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Η ευδαιμονία της νέας πολιτείας στηρίζεται σε αυτή την πρωτόγνωρη ιδέα, αλλά ταυτόχρονα αυτή ακριβώς η ιδέα εγείρει και έριδες...
«Πάμε να φτιάξουμε εκείνο που δεν γίνεται, μια πολιτεία έξω από τη δική μας» διεμήνυε ο Νίκος Καραθάνος στο δελτίο τύπου της παράστασης. Και αυτό ακριβώς έκανε. Μας χάρισε μια παράσταση που έβριθε ευρημάτων και έστησε μπροστά στα μάτια μας μία παραμυθένια εξωτική πολιτεία που δεν πατούσε στη γη (η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου έκανε εντυπωσιακή δουλειά στα σκηνικά). Μία καταπράσινη πολιτεία μαλακή και πουπουλένια, ψηλά στα σύννεφα, στην οποία συναντήθηκαν άνθρωποι, θεοί και πουλιά. Μία πολιτεία που γεννήθηκε από … έρωτα και κατάφερε το ακατόρθωτο: νίκησε το φόβο και την ντροπή, αποδόμησε τη συμβατικότητα της ζωής μας και υπερασπίστηκε το ακατόρθωτο.
Τα υλικά που χρησιμοποίησε απλά, αλλά εξόχως δουλεμένα. Γιατί η ομάδα του μπορεί να μην είχε φτερωτά κοστούμια (με εξαίρεση αυτό της Φωτεινής Μπαξεβάνη), στα μάτια μας όμως επί δυόμισι περίπου ώρες «πετούσε» και «βουτούσε» μέσα στο κείμενο του Αριστοφάνη αναδεικνύοντας κάθε διαχρονική πτυχή του έργου.
Αλήθεια, τι όμορφη, σχεδόν ονειρική η σκηνή που τα πουλιά πλένονται με τις σταγόνες της βροχής ή οι σκηνές με τη μεγάλη φωτεινή σφαίρα που άλλοτε παρέπεμπε σε ήλιο και άλλοτε σε ολόγιομο φεγγάρι, τι συγκλονιστική η στιγμή που ο Πεισθαίτερος εξομολογείται πως αυτό που πραγματικά θέλει είναι να του χτυπήσει την πόρτα το πρωί ο καλύτερός του φίλος και απλώς να του ζητήσει να φορέσει τα καλά του ρούχα γιατί αρραβωνιάζεται ο γιος του και κάνει τραπέζι, τι όμορφα συμβολικό που την αηδόνα ενσάρκωσε μία γυναίκα (Βασιλική Δρίβα) με νανισμό, που εξύμνησε τον έρωτα, μας θύμισε από πού ήρθαμε, από πού ήρθε ο ίδιος ο κόσμος, μας ταρακούνησε και μας συγκίνησε βαθιά… Αλλά και πόσο απολαυστικά αληθινή και οικολογική -μέσα στον σαρκασμό της- η σκηνή με τις τρεις κοπέλες (τις γυμνόστηθες Αλεξάνδρα Αϊδίνη - Μαρία Διακοπαναγιώτου και την Έμιλυ Κολιανδρή) που κραδαίνοντας όπλα στα χέρια τους απείλησαν κάθε «κωλόπαιδο», αλλά και τους γονείς τους πως θα το σκοτώσουν αν ξαναμαδήσει μαργαρίτες, πατήσει το χαμομήλι ή βασανίσει πουλί στα χέρια του, γράφοντας έτσι το δικό τους νόμο.
Η παράσταση ωστόσο, δεν κατάφερε να αποφύγει και κάποιες φλύαρες σκηνές, αλλά και κάποιες αστοχίες. Ένσταση έχουμε για την κατά Νίκο Καραθάνο και Γιάννη Αστέρη εκδοχή του τέλους. Ναι, το τέλος που δόθηκε με την συμφιλίωση θεών (όπου ο παραολυμπιονίκης Γιάννης Σεβδικαλής υπό τα χειροκροτήματα του κόσμου συστήθηκε ως Δίας) και πουλιών και το σβήσιμο του μεγάλου φωτεινού μπαλονιού ήταν ευρηματικό, δυνατό και συμβολικό, δεν ήταν ωστόσο το τέλος που ο Αριστοφάνης δίνει στο έργο. Το έργο είχε πολλά να «πει» ακόμη και είναι κρίμα που όλα αυτά δεν ακούστηκαν, γιατί μέχρι εκείνο το σημείο η διασκευή, αλλά και η μετάφραση του Γιάννη Αστέρη είχαν καταφέρει κάτι πολύ δύσκολο: να διατηρήσει μια αξιοσημείωτη ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό, το λαϊκό και το τραγικό στοιχείο.
Ακόμη ωστόσο και αυτή η περί του τέλους ένστασή μας, ή όποιες άλλες αστοχίες ή υπερβολές της παράστασης υπερκαλύπτονταν από τα ισχυρά θετικά της στοιχεία, καθώς στο σύνολό της η παράσταση κατάφερε τελικά να μας αγγίξει και να μας συγκινήσει βαθιά, θυμίζοντάς μας πως τελικά η ουσία βρίσκεται σε πράγματα απλά, πώς ακόμη και σήμερα μπορούμε να «πετάξουμε» και να δημιουργήσουμε τη δική μας «Νεφελοκοκκυγία» αν όχι σε συλλογικό, σε ατομικό επίπεδο.
Και σ΄αυτό συνέβαλε η εξαιρετική ομάδα ηθοποιών που έδωσαν όλη τους την ψυχή πάνω στην ορχήστρα και ξεδίπλωσαν κάθε πτυχή του ταλέντου τους.
Τι να πει κανείς για το σαρωτικό δίδυμο Καραθάνου- Σερβετάλη στους ρόλους του Πεισθαίτερου και του Ευελπίδη, ένα δίδυμο τόσο διαφορετικό, σχεδόν αντιφατικό, αλλά και τόσο απολαυστικό ταυτόχρονα. Ο Νίκος Καραθάνος έδωσε μία από τις καλύτερες προσωπικές του ερμηνείες ως πιο στιβαρός Πεισθαίτερος, ενώ ο Αρης Σερβετάλης υποδύθηκε μεν τον πιο «ανάλαφρο» και αυθόρμητο Ευελπίδη, κατάφερε δε ταυτόχρονα να εμποτίσει τον χαρακτήρα του με βαθιά εσωτερικότητα και τραγική ειρωνεία, εντυπωσιάζοντας με την ιδιαίτερη κινησιολογία του. Ο Χρήστος Λούλης έδωσε τον καλύτερό του εαυτό στο ρόλο του μαυροφορεμένου Έποπα Τηρέα, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά το πόσο χαρισματικός είναι στις αναδιπλώσεις του. Ο Μιχάλης Σαράντης άλωσε τη σκηνή ως Τρυποκάρυδος, αλλά και στους υπόλοιπους ρόλους του, μαγνητίζοντας με την άψογη κινησιολογία του και τον τρόπο που σωματικοποιεί κάθε φορά τις ερμηνείες του. Εξαιρετική η Γαλήνη Χατζηπασχάλη ως καρναβαλική θεά Ιριδα, καθώς μας χάρισε μία καθαρόαιμη Αριστοφανική κωμική σκηνή εξηγώντας πώς κατάφερε να διαπεράσει τα τείχη της Πολιτείας των Πουλιών και ακολούθως γλιστρώντας πάνω στη λιωμένη τούρτα σοκολατίνα.
Στο ίδιο επίπεδο κινήθηκαν και οι ερμηνείες του χορού που μας χάρισε μοναδικές στιγμές, όπως αυτή της εξοργισμένης, σχεδόν οργιώδους, επίθεσής του στον Τηρεά, όταν εκείνος τους ανακοίνωσε πως μίλησε με δύο ανθρώπους. Χαρακτηριστικές και λειτουργικές οι χαρακτηριστικές μορφές του Άγγελου Παπαδημητρίου ντυμένου ως ώριμη ρεμπέτισσα και της Αλίκης Αλεξανδράκη ως βασίλισσα Ελισάβετ.
Η Νατάσσα Μποφίλιου ερμήνευσε άριστα με την χαρακτηριστική της φωνή τα τραγούδια, ωστόσο η σκηνική της παρουσία «πνίγηκε» από την εμπειρία των υπολοίπων μελών του θιάσου. Εξαίρεση, το τραγούδι που αφιέρωσε στον εξαιρετικό Προμηθέα- Γιάννη Κότσιφα.
Δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε όμως και στην εξαιρετική -και σε πολλά σημεία τολμηρή- μουσική που έγραψε για την παράσταση ο Αγγελος Τριανταφύλλου και που συνόδευσε ζωντανά τους λόγους των ηθοποιών.
Αξιζε τελικά να πάει κάποιος στην Επίδαυρο για να δει τους πολυδιαφημιζόμενους Ορνιθες; Ναι, και με το παραπάνω. Γιατί ο Νίκος Καραθάνος αφηγήθηκε το δικό του Αριστοφανικό παραμύθι με λυρισμό στήνοντας ένα κόσμο ονειρικά αισιόδοξο και μας «ξάπλωσε» για λίγο με τα μάτια ανοιχτά σε μία «πολιτεία μαλακιά και παχουλή. Σαν πουπουλένιο στρώμα ή σαν κοιλίτσα μωρού…». Εκεί ευτυχώς βρήκαμε κάτι «ωραίο, άξιο και ταπεινό. Μικρό μικρό ταπεινό κι ωραίο που ήταν… ανθρώπινο».
* Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση ανταποκρινόμενη στο θερμό ενδιαφέρον του κοινού, ανοίγει την Κεντρική Σκηνή της πριν την επίσημη έναρξη της σαιζόν για να παρουσιάσει για 5 παραστάσεις τους Όρνιθες του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου στις 17, 18, 21, 22, & 23 Σεπτεμβρίου 2016.
Γεωργία Οικονόμου