Από τη δεκαετία του ’80 και πολλά χρόνια μετά ο «Πικάσο της ποπ» Ντέιβιντ Μπόουι, ο οποίος βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του και γευόταν τους καρπούς της επιτυχίας του, είχε επιλέξει το γραφικό αιγαιοπελαγίτικο νησί -τότε όχι ιδιαίτερα κοσμοπολίτικο- ως το προσωπικό του καταφύγιο.Εξάλλου, λίγες Χώρες νησιών στην Ελλάδα γεννούν τέτοια συναισθήματα, όπως της Πάτμου.
Τα ολόλευκα τετραγωνισμένα σπίτια με τις καμάρες, τα γραφικά καρνάγια, οι δεκάδες εκκλησίες και το εναλλασσόμενο τοπίο με τους πολλούς κολπίσκους, τις μικρές πεδιάδες και τους εντυπωσιακούς βράχους που υψώνονται επιβλητικά στις κορυφές των λόφων χαρακτηρίζουν τον τόπο που ο μοναδικός Ziggy Stardust λάτρεψε και του άρεσε να επισκέπτεται με πολύ διακριτικό τρόπο.
Πολλοί Πατινιώτες (έτσι αποκαλούν τους Πάτμιους στη... γειτονιά των Δωδεκανήσων), με τους οποίους μιλήσαμε, έβλεπαν τον μεγάλο σταρ της ροκ να κυκλοφορεί ανάμεσά τους, αλλά αυτό που θυμούνται όλοι ήταν η απλότητα και η ευγένεια που τον διέκριναν.
Ο Ντέιβιντ Μπόουι, αυτός ο υμνητής της διαφορετικότητας, ποτέ δεν έκρυψε την ταυτότητά του στους κατοίκους του νησιού, ωστόσο ήταν τόσο μεγάλο το καλλιτεχνικό του εκτόπισμα που αυτό από μόνο του δημιουργούσε μια απόσταση... ασφαλείας! Η ψηλόλιγνη φιγούρα του, που δεν άλλαξε ποτέ, έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη όλων.
Είναι μύθος ότι ο Ντέιβιντ Μπόουι αγόρασε σπίτι στην Πάτμο, παρότι αγαπούσε πολύ το νησί και του άρεσε να μιλάει στους δικούς του ανθρώπους για τα καλοκαίρια του εκεί. Ηταν πάντοτε φιλοξενούμενος! Είτε στον πρίγκιπα Αγά Χαν, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που απέκτησε δική του έπαυλη στο νησί, είτε στον λόρδο Ντρέικ που επίσης το σπίτι του πίσω από το μοναστήρι ήταν ανοιχτό και μπορούσε να μείνει ο μεγάλος καλλιτέχνης.
Aπαρατήρητος
Ηταν τόσο απλός που περνούσε σχεδόν απαρατήρητος. Τις περισσότερες φορές ήταν μόνος του. Απολάμβανε τη μοναξιά του. Καθόταν στα καφενεδάκια στη Χώρα και έπινε τον καφέ του ή πήγαινε βόλτα στο Αλώνι.
Του άρεσε πολύ να κολυμπάει στην Ψιλή Αμμο, στον Κάμπο και στη Λάμπη, γνωστή παραλία για τα σπάνια πολύχρωμα βότσαλά της. Ξυπνούσε το πρωί και περπατούσε προς τους Μύλους για να απολαύσει τη θέα του νησιού.
Κάποια βράδια τον πετύχαινες στην «Αστοιβή», στο πιο παλιό μπαρ της Χώρας, όπου έπινε το αγαπημένο του ποτό -τότε- τζιν με τόνικ.
Εκεί, στα ταρατσάκια με τις βουκαμβίλιες και στις πέτρινες αίθουσες που χτίστηκαν το 1673, ο Ντέιβιντ Μπόουι κάποιες φορές, όπως θυμάται ο Γιάννης Πουλιέζος, παλιός ιδιοκτήτης του μαγαζιού, έκανε πάρτι με τον λόρδο και μια παρέα περίπου δέκα ατόμων.
Για να μην τους ενοχλεί κανείς τούς έδιναν το μέσα δωμάτιο, έφερναν τα βινύλιά τους και ένας φίλος τους έπαιζε μουσική.
Πολλές φορές θα έβλεπες και τον Αγά Χαν με τους εκλεκτούς προσκεκλημένους του.
Τα βράδια στην Πάτμο δεν κοιμάσαι, ονειρεύεσαι, περπατάς ξυπόλητος σε στενοσόκακα και θαυμάζεις όσα αφανέρωτα σου φανερώνουν πόρτες μπλε, κλειστές, ανοιχτές στο μυαλό! Κάποιοι που βρήκαν ενέργεια αρχέγονη. Γι’ αυτό αγάπησε πολύ αυτό το νησί ο «Λεπτός Λευκός Δούκας», ο φανταστικός αστροναύτης Major Tom που ό,τι πασπάλιζε με την αστερόσκονή του το έκανε να λάμπει.
Για την Κύπρο
Ο Ντέιβιντ Μπόουι είχε ιδιαίτερους δεσμούς με την Ελλάδα.
Η γνωριμία του με την Κύπρο αποτυπώθηκε και σε ένα από τα τραγούδια του, το «Move on», που κυκλοφόρησε το 1979, στο οποίο λέει: «Η Κύπρος είναι το νησί μου / Οταν τα πράγματα είναι δύσκολα / Θα ήθελα να σε βρω / Κάπου, σε ένα μέρος σαν αυτό» και πηγή έμπνευσης ήταν η σύζυγός του, Αντζι Μπόουι, πρώην Μπαρνέτ, που είχε γεννηθεί στον Αγιο Δομέτιο της Κύπρου το 1949. Εζησε με τον Ντέιβιντ για δέκα ολόκληρα χρόνια, μοιράστηκε μαζί του τις καλύτερες στιγμές της καριέρας του και δεν διστάζει να δηλώσει Κύπρια εκ πεποιθήσεως μέσα από την προσωπική ιστοσελίδα της. Το 1972 μαζί της ήρθαν ο Μπόουι και ο γιος τους Ντάνκαν.
Ο Μπόουι μαγεύτηκε από τις ομορφιές του νησιού. Πήγαν στην Κερύνεια και στα Λεύκαρα, όπου -όπως θυμάται- αγόρασε ένα χειροποίητο κεντητό τραπεζομάντιλο.
Η τελευταία επίσκεψη έγινε το 1974 πριν από τον Αττίλα.
Εφυγε με ένα από τα τελευταία αεροπλάνα που πέταξαν από τη Λευκωσία πριν από την τουρκική εισβολή.
«Αποχαιρετήσαμε την παιδική μας ηλικία. Δεν έχω επιστρέψει από τότε. Δεν μπορώ να πάω ως τουρίστρια. Θέλω να δω το σπίτι μου και τα μέρη που έπαιζα. Δεν νομίζω ότι είναι ακόμα εκεί. Οπότε ίσως μια μέρα, όταν θα είμαι ικανοποιημένη με το να ξαπλώσω στην παραλία, θα επισκεφτώ το στολίδι της Μεσογείου. ''Θα επισκεφτώ'', δεν θα ''γυρίσω σπίτι''» αναφέρει η ίδια.
Το αντίο
Γι’ αυτήν την καρμική σχέση με τη χώρα μας και τη γνωριμία του με τον Ντέιβιντ Μπόουι έγραψε και ο γνωστός μουσικός παραγωγός και συγγραφέας Γιάννης Πετρίδης, προσπαθώντας να πει το δικό του αντίο στον εμβληματικό καλλιτέχνη που λίγο μετά τα 69α γενέθλιά του έχασε τη μάχη με τον καρκίνο.
Οπως σημειώνει, «δεν αποτελεί πρωτοτυπία βέβαια το ότι ο Ντέιβιντ αγαπούσε την Ελλάδα. Στις τρεις μέρες που φιλοξενήσαμε αυτόν και τον φίλο του Ιγκι Ποπ μαζί με τον αξέχαστο φίλο Μίκη Κορίνθιο, ταξιδεύαμε για τρεις μέρες στους αρχαιολογικούς τόπους της πατρίδας μας και εκτός από μουσική μιλάγαμε για την ιστορία μας και το πόσο σημαντικό ρόλο έχει παίξει στην ιστορία όλου του πλανήτη.
Εντυπωσιάστηκαν και οι δύο, όπως και η γραμματέας που τους συνόδευε και ήταν στριμωγμένη μαζί τους στο πίσω κάθισμα του Austin, από την επίσκεψη στους Δελφούς και την απέραντη γαλήνη που προσφέρει το τοπίο και η θέα στο Σούνιο».
Πηγή Έθνος - Μαρίνα Ζιώζιου