Σαν σήμερα, στις 27 Νοεμβρίου 1928 γεννήθηκε ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ένας από τους πιο σπουδαίους Ελληνες ηθοποιούς. Ο μεγάλος ηθοποιός διακρίθηκε στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη, ενώ από νωρίς καθιερώθηκε σε ρόλους ζεν πρεμιέ. Με τη νεορεαλιστική ταινία «Συνοικία το όνειρο» (1961) κέρδισε βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Στην τηλεόραση εμφανίστηκε στην πετυχημένη σειρά «Ο παράξενος ταξιδιώτης», με συμπρωταγωνίστρια τη Νόνικα Γαληνέα.
Γιος δικηγόρου από τη Μάνη, φοίτησε στο σχολείο Μπερζάν και μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Αγαπημένο του άθλημα ήταν η ξιφασκία και στα 15 του έγινε μέλος της εθνικής ομάδας. Ένα χρόνο αργότερα μπήκε στη Σχολή Δοκίμων, θέλοντας να γίνει αξιωματικός του Ναυτικού. Επιθυμούσε παράλληλα να σπουδάσει στις ΗΠΑ κινηματογραφική σκηνοθεσία.
Μία παράσταση όμως του Κάρολου Κουν με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη του άλλαξε τη ζωή. Παράλληλα ο φίλος του, ηθοποιός Νίκος Καζής, σπουδαστής στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, τον παρακινεί να παρακολουθήσει μαθήματα στη Σχολή. Αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στο Βασιλικό Θέατρο και πέρασε ως πρώτος. Ο Δημήτρης Χορν ήταν τόσο σίγουρος για το ταλέντο του Αλέκου, που είχε στοιχηματίσει για την επιτυχία του. Τον καιρό εκείνο η Κατερίνα (Ανδρεάδη) έψαχνε για έναν «ζεν πρεμιέ» για το έργο «Φθινοπωρινή Παλίρροια». Ο νεαρός ηθοποιός την επισκέφτηκε με λουλούδια στο σπίτι της μαζί με την Άννα Συνοδινού και πήρε το ρόλο. Έκανε τα πρώτα του βήματα στο θεατρικό σανίδι στις 9 Ιουλίου 1949 και άφησε καλές εντυπώσεις σε κριτικούς και κοινό. «Παρουσιάστε όπλα. Επιτέλους, ένας εραστής στο ελληνικό θέατρο», έγραψε χαρακτηριστικά ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στην «Καθημερινή».
Η απήχηση του στον γυναικείο πληθυσμό ήταν άνευ προηγουμένου. Στη γοητεία του είχε υποκύψει πρώτη η Έλλη Λαμπέτη. Ο δεσμός τους όμως δεν κράτησε πολύ. Στο Σουδάν γνώρισε την πρώτη του γυναίκα Μαρτζ Βάλβη, με την οποία παντρεύτηκε λίγο αργότερα στην Αθήνα. Ο γάμος τους κράτησε τρία χρόνια, όσο κι ο δεύτερος με την Κλοντ Σαμπαντού, μια πανέμορφη Γαλλίδα. Το 1956 παντρεύτηκε την ηθοποιό Αλίκη Γεωργούλη. Μαζί ανέβασαν στο θέατρο «Γκλόρια» της Πλατείας Αμερικής το «Πικνίκ», ενώ συμμετείχαν από κοινού σε πορείες ειρήνης και δημοκρατικά συλλαλητήρια. Ύστερα από τέσσερα χρόνια χώρισαν. Ο τέταρτος γάμος του ήταν με την Ελβετή Βερένα Γκάουερ. Στα πέντε χρόνια που κράτησε ο γάμος τους απέκτησαν δύο παιδιά. Το 1969 γνώρισε τη Νόνικα Γαληνέα και την ερωτεύτηκε βαθιά. Παρότι αυτή η σχέση κράτησε 21 ολόκληρα χρόνια, δεν παντρεύτηκαν ποτέ.
Εκτός από την ιδιότητα του θιασάρχη, που ξεκίνησε το 1956 και κράτησε τουλάχιστον 35 χρόνια, ο Αλέκος Αλεξανδράκης σκηνοθέτησε θεατρικά έργα, αλλά και ταινίες, όπως ο «Θρίαμβος» (1960) με τον Καρύδη-Φουκς και η «Συνοικία το όνειρο» (1961), που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αλλά η προβολή της αρχικά απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία της εποχής, για να κυκλοφορήσει μετά από καιρό μια λογοκριμένη έκδοση της ταινίας. Συνεργάστηκε με λαμπερές πρωταγωνίστριες όπως τη Μελίνα Μερκούρη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη Τζένη Καρέζη, τη Μάρω Κοντού και τη Ζωή Λάσκαρη. Συνολικά πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από 75 κινηματογραφικές ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν: «Ο βαφτιστικός», «Στέλλα», «Το νησί των γενναίων», «Ραντεβού στην Κέρκυρα», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Δάκρυα για την Ηλέκτρα», «Όμορφες μέρες», «Η κόμισσα της Κέρκυρας», «Η Μαρία της σιωπής», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», «Τα παιδιά της Χελιδόνας» και πολλές ακόμα. Στο θέατρο ερμήνευσε τους σημαντικότερους ρόλους. Μεταξύ των παραστάσεων, στις οποίες πρωταγωνίστησε και άφησαν εποχή, είναι: «Παράξενο Ιντερμέτζο», «Ταξίδι της μέρας μέσα στην νύχτα», «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», «Μαντάμ Μπάτερφλαϊ»,«Η γυναίκα με τα μαύρα», «Τέσσερα δωμάτια με κήπο», «Έγκλημα και τιμωρία», «Τα μεγάλα χρόνια», «Ο γλάρος». Στην τηλεόραση έπαιξε στον «Παράξενο Ταξιδιώτη», τον «Γιούγκερμαν» και τους «Μυστικούς Αρραβώνες». Το 1994 ανέβασε με τη Μιμή Ντενίση τον «Θείο Βάνια» και δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στο Εθνικό, απ' όπου είχε ξεκινήσει.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δίδασκε υποκριτική στο Εργαστήρι του Διαμαντόπουλου. Το 2001 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής για την προσφορά του στην τέχνη. Πέθανε στις 8 Νοεμβρίου του 2005 έπειτα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο.