Στις 26 Οκτωβρίου του 1956 «έφυγε» από τη ζωή ο μεγάλος Ελληνας λογοτέχνης, Νίκος Καζαντζάκης. Ο Καζαντζάκης είναι ίσως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως συγγραφέας και ο περισσότερο παρεξηγημένος, όσο ζούσε, κυρίως από τους κύκλους της εκκλησίας. Πιο συγκεκριμένα, κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος από την Ορθόδοξη εκκλησία, ενώ το 1954 η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη. Για το λόγο αυτό ακόμη και η κηδεία του ήταν επεισοδιακή…
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου του 1883, εποχή κατά την οποία το νησί αποτελούσε ακόμα μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο Ηράκλειο λαμβάνει την στοιχειώδη μόρφωση κι έπειτα το 1897 εγγράφεται στη Γαλλική Εμπορική Σχολή του Τίμιου Σταυρού στη Νάξο, όπου διδάσκεται τη γαλλικήκαι την ιταλική γλώσσα και έρχεται σε μία πρώτη επαφή με το δυτικό πολιτισμό. Το 1899 επιστρέφει στο Ηράκλειο και ολοκληρώνει τις γυμνασιακές σπουδές του.
Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1902 πηγαίνει στην Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές. Φοιτά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το1906 παίρνει το δίπλωμα του διδάκτορα της Νομικής με άριστα. Στο πτυχίο του Νίκου Καζαντζάκη φαίνεται και η υπογραφή του Κωστή Παλαμά, ο οποίος ήταν γραμματέας στο πανεπιστήμιο, θέση μία και μοναδική τότε.
Το 1906 πρωτοεμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα με το μυθιστόρημα «Όφις και Κρίνο» (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή), για να ακολουθήσουν την ίδια χρονιά το δοκίμιο «Η Αρρώστια του Αιώνος» και έπειτα το θεατρικό έργο «Ξημερώνει». Το τελευταίο το υποβάλλει στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα και επαινείται, δίχως όμως ούτε αυτό ούτε κανένα άλλο εκείνη τη χρονιά να βραβευθεί. Παράλληλα αρθρογραφεί σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά υπό τα ψευδώνυμα Ακρίτας, Κάρμα Νιρβαμή και Πέτρος Ψηλορείτης, ενώ το 1907 ξεκινά μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Σημαντική επίδραση στον Καζαντζάκη είχαν οι διαλέξεις του Ανρί Μπεργκσόν, τις οποίες παρακολουθούσε και τον οποίο θα παρουσιάσει στην Αθήνα με ένα δοκίμιό του το 1912. Το 1910 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα και το 1911 παντρεύεται τη Γαλάτεια Αλεξίου.
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάσσεται εθελοντής, αλλά τελικά διορίζεται στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Το 1910 ήταν ένας εκ των ιδρυτών του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά, το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας αναζητώντας «τη συνείδηση της γης και της φυλής τους». Την περίοδο αυτή ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγιά του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπεργκσόν, ενώ ο Παντελής Πρεβελάκης, φίλος και βιογράφος του, θεωρεί πως τότε άναψε και η πρώτη σπίθα που θα έδινε έπειτα από 24 χρόνια την «Οδύσσεια».
Το 1915 σχεδιάζουν με τον Ι. Σκορδίλη να κατεβάσουν ξυλεία από το Άγιον Όρος. Η αποτυχημένη αυτή εμπειρία, μαζί με μία άλλη παρόμοια, το 1917, όπου με έναν εργάτη, τον Γιώργη Ζορμπά, προσπαθούν να εκμεταλλευθούν ένα λιγνιτωρυχείο στην Πραστοβά της Μάνης, θα μεταμορφωθούν πολύ αργότερα στο μυθιστόρημα «Bίος και Πολιτεία του Aλέξη Zορμπά». Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημά του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται».
Δυο φορές, τουλάχιστον, προτάθηκε ο Καζαντζάκης για το Βραβείο Νόμπελ. Για πρώτη φορά προτάθηκε το 1947, από τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκο Βέη,ο οποίος είχε προτείνει, την ίδια χρονιά, για βράβευση και τον Άγγελο Σικελιανό, με διαφορετική πρόταση. Μαζί με τον Σικελιανό προτάθηκαν επίσης και το 1950, σε μια κοινή πρόταση, από τον Hjalmar Gullberg της Σουηδικής Ακαδημίας.
Το 1953 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι. Τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι.
Ενώ ο Καζαντζάκης είχε επιστρέψει από την Αντίμπ στην Ελλάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία εκκινούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον «Kαπετάν Mιχάλη» και το σύνολο του περιεχομένου του Τελευταίου Πειρασμού (1953), έργο το οποίο δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Το 1954 η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη.
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του:
«Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. Το όνομά του, ωστόσο, εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να φέρει το στίγμα αυτό στους κόλπους της της εκκλησίας, ενώ ο «Τελευταίος Πειρασμός» καταγράφτηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε σχετικό τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index με τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal appello», δηλαδή «Στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».
Ο «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη, εκδόθηκε στο Παρίσι το 1947 και με την επανέκδοση του, το 1954, βραβεύτηκε ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς. Το 1956 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου στην Αθήνα για τους τρεις τόμους Θέατρο Α΄, Β΄, Γ΄ και με το Παγκόσμιο Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη, ένα βραβείο το οποίο προερχόταν από το σύνολο των τότε Σοσιαλιστικών χωρών.
Καθώς μια από αυτές ήταν η Κίνα επιχείρησε δεύτερο ταξίδι εκεί τον Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης. Επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία.
Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ (Freiburg im Breisgau) της Γερμανίας, όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου του1957 σε ηλικία 74 ετών. Εντούτοις, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, η λευχαιμία εμφανίστηκε στον Καζαντζάκη κατά το χειμώνα του 1938, 19 χρόνια πριν απ' το τέλος του, το οποίο αποδίδεται σε βαριάς μορφής ασιατική γρίπη.
Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, επιθυμία την οποία ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητος απέρριψε. Έτσι, η σορός του συγγραφέα θα μεταφερόταν στο Ηράκλειο.
Εν τω μεταξύ έγινε γνωστό ότι ο μεγαλοεφοπλιστής και ιδιοκτήτης της «Ολυμπιακής Αεροπορίας» Αριστοτέλης Ωνάσης προσφέρθηκε να διαθέσει δωρεάν αεροπλάνο για την μεταφορά του νεκρού στην Κρήτη, πράγμα όμως που για διάφορους λόγους δεν έγινε. Μόνο τη νύχτα της Κυριακής 3 Νοεμβρίου έγινε γνωστό από την Αθήνα ότι η σορός του Νίκου Καζαντζάκη θα μεταφερόταν την επόμενη Δευτέρα στην Αθήνα από το Φράιμπουργκ της Γερμανίας με αυτοκινητάμαξα, την μεθεπόμενη δε Τρίτη,θα μεταφερόταν αεροπορικώς στο Ηράκλειο, όπου θα εξετίθετο σε λαϊκό προσκύνημα και θα ακολουθούσε η κηδεία του.
Ύστερα από προσμονή μιας βδομάδας το Ηράκλειο με φανερή θλίψη και σοβαρότητα ανάλογη στην περίσταση, δέχτηκε το απόγευμα της Δευτέρας 4 Νοεμβρίου 1957, το νεκρό,τον Μεγάλο συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη.
Πάνω από 700 άτομα πήγαν στο αεροδρόμιο για να βρεθούν στην άφιξη της σορού και να συνοδεύσουν αυτή μέχρι την πόλη. Έπειτα από μεγάλη λειτουργία στον Ναό του Αγίου Μηνά, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ακόμη ιερέων, έγινε η ταφή του Νίκου Καζαντζάκη, στην οποία όμως εκείνοι δεν συμμετείχαν κατόπιν απαγόρευσης του Αρχιεπισκόπου. Η ταφή έγινε στην Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη τού Ηρακλείου, διότι η ταφή του σε νεκροταφείο απαγορεύτηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος.
Τη σορό συνόδευσαν ο τότε υπουργός Παιδείας Αχιλλέας Κ. Γεροκωστόπουλος και ο ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης, ο οποίος αργότερα τιμωρήθηκε.
Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.