Στις 16 Σεπτεμβρίου συμπληρώνονται 38 χρόνια από το θάνατο της Μαρίας Κάλλας, της διάσημης Ελληνίδας ντίβας της Όπερας που κατέκτησε με τη φωνή της ολόκληρη την υφήλιο.
Η κορυφαία υψίφωνος, κατά κόσμον Μαρία Καλογεροπούλου, γεννήθηκε το 1923 στη Νέα Υόρκη. Υπό τη σκιά μιας μητέρας εξόχως αυταρχικής έβρισκε καταφύγιο στη μουσική και το τραγούδι. Στα 13 της χρόνια ήρθε στην Ελλάδα και συνέχισε τις σπουδές της συνέχισε στο Εθνικό Ωδείο και το Ωδείο Αθηνών, όπου και συναντά τη δασκάλα-μέντορά της Ελβίρα ντε Χιντάλγκο. Επί κατοχής συμμετείχε σε διάφορες παραστάσεις αποσπώντας θετικές κριτικές μεν, αλλά πέφτει και θύμα κατηγοριών πως δήθεν προωθήθηκε από το...σύστημα.
Τότε είναι που αποφασίζει να επιστρέψει στην Αμερική. Μετονομάζεται σε Μαρία Κάλλας και δύο χρόνια αργότερα η γνωριμία της με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Αρένας της Βερόνα, Τζοβάννι Τζενατέλλο την οδηγεί στην Ιταλία. Εκεί στις 3 Αυγούστου 1947 κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνα με τη "Τζοκόντα" του Αμιλκάρε Πονκιέλι. Τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει την Ιζόλδη από το "Τριστάνος και Ιζόλδη" στη Βενετία υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Τούλιο Σεραφίν. Συνάμα έρχεται και η γνωριμία της με τον μουσικόφιλο Ιταλό βιομήχανο Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι, με τον οποίο παντρεύονται στις 21 Απριλίου 1949. Ο Μενεγκίνι έχοντας και ρόλο μάνατζερ άσκησε καταλυτική επιρροή στην καριέρα της Κάλλας, υποβάλλοντάς την σε δίαιτα με σκοπό να αποκτήσει καλύτερη εμφάνιση και αποτρέποντάς την από κάθε βιοτική ενασχόληση με την οικονομική κάλυψη, που της παρείχε. Έτσι τον ίδιο χρόνο η Κάλλας κάνει καλλιτεχνικές εμφανίσεις στο Μπουένος Άιρες και το 1950 στο Μεξικό.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1951 η Κάλλας ανοίγει τη σεζόν στη Σκάλα του Μιλάνου με τους "Σικελικούς Εσπερινούς", εμφάνιση που της προσφέρει μεγάλη αναγνώριση. Κατά τη διάρκεια των επόμενων επτά ετών η Σκάλα θα είναι η σκηνή των μέγιστων θριάμβων της σε ένα ευρύ φάσμα ρόλων. Το 1955 ανεβάζει την ιστορική παράσταση της "Τραβιάτα" του Βέρντι σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι.
Στις 27 Οκτωβρίου 1956 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης ως "Νόρμα" στο ομώνυμο έργο του Μπελλίνι. Στις 5 Αυγούστου 1957 επιστρέφει στην Αθήνα και εμφανίζεται στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Δύο μήνες πριν είχε γνωρίσει τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση σε δεξίωση της κοσμικογράφου Έλσα Μαξγουελ. Η γνωριμία τους θα εξελιχθεί σε μία από τις πλέον συζητημένες σχέσεις στην ιστορία.
Στις 24 Αυγούστου του 1960, η Μαρία Κάλλας ερμήνευσε στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου τη Νόρμα του Βιντσέντζο Μπελίνι, έργο το οποίο η ίδια είχε ζητήσει για την πρώτη της εμφάνιση στο αρχαίο θέατρο. Δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να ξαναζήσει το δράμα και το πάθος της ηρωίδας. Τη στιγμή που τραγουδούσε την άρια "Κάστα ντίβα" αφέθηκαν στην ορχήστρα δύο λευκά περιστέρια, προκαλώντας θύελλα χειροκροτημάτων. Στο τέλος, ο ενθουσιασμός του κοινού ήταν τόσο μεγάλος που κάλεσαν την Κάλλας 10 φορές στη σκηνή.
Στις 6 Αυγούστου του 1961, η Μαρία Κάλλας ερμήνευσε στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου τη Μήδεια του Λουίτζι Κερουμπίνι με την Εθνική Λυρική Σκηνή. Στην παράσταση συμμετείχαν περισσότερα από 200 πρόσωπα. Επρόκειτο για έναν ακόμη θρίαμβο της μεγάλης καλλιτέχνιδας, η οποία αποθεώθηκε από τους 17.000 θεατές της βραδιάς, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός Προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, η κοσμικογράφος Έλσα Μάξγουελ, ο πρίγκιπας Πέτρος του Μονακό και άλλοι.
Μετά τη μνημειώδη αυτή παράσταση στην Επίδαυρο, ήρθε η σειρά της Σκάλας του Μιλάνου, τον Δεκέμβριο. "Πολλές αναποδιές και δυσκολίες τεχνικές και ψυχολογικές στην αρχή των δοκιμών, αλλά όταν η Κάλλας ήρθε στην πρόβα, όλα πήγαν μέλι-γάλα", σημειώνει ο Αλέξης Μινωτής στο βιβλίο του Μακρινές Φιλίες. "Στο τέλος όλοι αναγνώρισαν πως η παράσταση αυτή ήταν ίσως η καλύτερη που έγινε ποτέ στη Σκάλα του Μιλάνου".
Τον Ιανουάριο του 1964 η Μαρία Κάλλας πείθεται από το Φράνκο Τζεφιρέλι να συμμετάσχει σε μία νέα παραγωγή της "Τόσκα" στη σκηνή του Κόβεντ Γκάρντεν (Covent Garden). Η παράσταση εκθειάζεται από τους κριτικούς ενώ ακολουθεί την ίδια χρονιά νέος καλλιτεχνικός θρίαμβος στην Όπερα των Παρισίων με τη "Νόρμα". Παρά τα φωνητικά προβλήματα που έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει το παρισινό κοινό την υποδέχεται θερμά.
Στις 5 Ιουλίου 1965 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε παράσταση όπερας στο Κόβεντ Γκάρντεν με την "Τόσκα" σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Στα 1966 απεκδύεται την αμερικανική υπηκοότητα και λαμβάνει την ελληνική. Με αυτή της την ενέργεια λύεται και τυπικά ο γάμος της με τον Μενεγκίνι. Πλέον ελπίζει ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα της ζητήσει να παντρευτούν κάτι που τελικά δεν γίνεται, μια και στις 20 Οκτωβρίου 1968 ο Έλληνας μεγιστάνας παντρεύεται τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κέννεντυ, Τζάκυ. Αυτή του η πράξη βυθίζει σε κατάθλιψη την κορυφαία υψίφωνο.
Το 1969 γυρίζει σε ταινία τη "Μήδεια" του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι. Η ταινία δεν έχει τύχη στις κινηματογραφικές αίθουσες. Στις 25 Μαΐου 1970 μεταφέρεται στο νοσοκομείο και γίνεται γνωστό ότι επεχείρησε να αυτοκτονήσει λαμβάνοντας μεγάλη δόση βαρβιτουρικών.
Το 1973 σκηνοθετεί στο Τορίνο μαζί με τον Τζουζέπε ντι Στέφανο το έργο "Σικελικοί Εσπερινοί" (I Vespri Siciliani) και την ίδια χρονιά ξεκινά μαζί του μια παγκόσμια καλλιτεχνική περιοδεία. Στις 8 Δεκεμβρίου η Κάλλας τραγούδησε στην Όπερα των Παρισίων, όπου το κοινό την κάλεσε στη σκηνή 10 φορές καταχειροκροτώντας την. Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαππόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.
Μετά το θάνατο του Ωνάση το 1975, η Κάλλας κλείνεται στο διαμέρισμά της στο Παρίσι. Δύο χρόνια αργότερα πεθαίνει από καρδιακή προσβολή. Η κηδεία της έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου και, αφού το σώμα της αποτεφρώθηκε όπως επιθυμούσε, την άνοιξη του 1979 η τέφρα της σκορπίστηκε στο Αιγαίο.
Mέχρι σήμερα θεωρείται η μεγαλύτερη σοπράνο όλων των εποχών.