Τέσσερις σημαντικοί εικαστικοί συμμετέχουν στη δράση του Φεστιβάλ στο Neorio Moro:
Anutosch // John Sikking // Γιώργος Παπαγεωργίου // Νίκος Μόσχος.
Η επιμέλεια της έκθεσης είναι της Βασιλικής Βαγενού, η οποία μεταξύ άλλων σημειώνει:
«Αν ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης παραγωγής τέχνης εμβαθύνει ολοένα στη σημασία της έννοιας της μνήμης, εξομειώνοντάς την κατά κάποιο τρόπο και με την ίδια την υλικότητα και ύπαρξη του έργου τέχνης, αυτό οφείλεται μερικώς στην αναγνώριση της πολύπτυχης και αμφίδρομης σχέσης ανάμεσα στην μνήμη και την εικόνα: η πρώτη ως προϋπόθεση για τη διατήρηση, την επεξεργασία (σύνθεση-αποδόμηση, απόρριψη-επιλογή, αρχειοθέτηση) και την τελική διατύπωση της δεύτερης με εικαστικά μέσα, και η δεύτερη ως βασικό συστατικό και «απόδειξη» της λειτουργίας της πρώτης.
Μέσα σε αυτήν τη σχέση συμβιώνουν η γνώση και η εμπειρία, η συλλογική και η προσωπική, οι πολλαπλοί δρόμοι της αντίληψης της πραγματικότητας του κόσμου και του Εαυτού, και η σύγχρονη επιθυμία να αποτελέσει η ιστορική μνήμη έναν αντίποδα στοχασμού απέναντι στις αβεβαιότητες, τις απειλές και τις αδυναμίες κατανόησης της εποχής. Είναι η ίδια η πολυπλοκότητα της οριακής φύσης της μνήμης με τις αμφισημίες και τις έμφυτες συγκρούσεις και εντάσεις της που δίνει στον καλλιτέχνη τις επιλογές της διαφορετικής χρήσης της και καθιστά το ίδιο το έργο τέχνης χώρο κριτικού διαλόγου και έρευνας, συνεχούς αντιπαράθεσης και διαπραγμάτευσης ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν.»
Λίγα λόγια για τα έργα των εικαστικών που συμμετέχουν στη δράση:
Η επέμβαση του χρόνου φανερώνεται στα έργα του Νίκου Μόσχου μέσα από τη συνάθροιση, υπέρθεση ή παράθεση από απομεινάρια οργανικά (ανθρώπινα μέλη) και κομμάτια μηχανών που σχετίζονται με την υβριδιακή; φύση της έμψυχης και άψυχης ζωής όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στην εποχή μετά τον μοντερνισμό. Ο συγκερασμός αυτός ταυτόχρονα τονίζει και διαλύει το διαχωρισμό ανάμεσα στην γραμμική κουλτούρα της ταχύτητας της μηχανής και την κυκλική, εύθραυστη, εφήμερη φύση της ανθρώπινης ζωής. Κατά τη διαδικασία αποσυναρμολόγησης και ανασύνθεσης, ο Μόσχος αναζητά και βρίσκει τους τρόπους οικειοποίησης του κενού ανάμεσα στο ανθρώπινο-μοναδικό και τεχνητό-μαζικό. H έλλειψη ιεράρχησης των στοιχείων της σύνθεσης, η αποσπασματικότητα τους, συμβολική και κυριολεκτική, η απόρριψη της φυσικής κλίμακας και η παρουσίαση της δράσης πάντα στο πρώτο πλάνο είναι τρόποι άμεσης οπτικής και νοητικής «εισαγωγής» του θεατή στη σκληρότητα της αλληλομίμησης που συντελείται ανάμεσα στον άνθρωπο και τη μηχανή και την επιβεβαίωση της συνεχιζόμενης πάλης ανάμεσα τους που γεννά ακόμα νέες εμπειρίες και επομένως νέες μνήμες. Σε όλα τα έργα του Μόσχου η αυθαίρετη συνύπαρξη ετερόκλητων στοιχείων από το παρελθόν και το παρόν υπενθυμίζει την «ελεγχόμενη» ελευθερία που χαρακτηρίζει τους μηχανισμούς της επιλεκτικής μνήμης.
Στα έργα του Γιώργου Παπαγεωργίου η αφηρημένη καταγραφή νοητικών και συναισθηματικών ερεθισμάτων συνδυάζεται με την διερεύνηση του οπτικού αποτελέσματος των συνθέσεων, την οπτική αξία της διάδρασης και ενύπαρξης χρώματος και σχήματος και του παραγόμενου ρυθμού, όχι όμως απολύτα οριοθετημένα μέσω μιας αυστηρής συμμετρίας ή κάποιων τέλεια γεωμετρικών δομών και χρωματικών περιορισμών. Σε εναν παραλληλισμό ανάμεσα στην μνήμη ως διαδικασία διανοητική και την αφαιρετική κατεργασία , στα έργα του Παπαγεωργίου γίνεται φανερή η έννοια μιας τεχνικής επεξεργασίας που διασπά τις σύνθετες δομές με στόχο την μείωση της υπερβολικής πληροφορίας προς διατήρηση της πιο ουσιαστικής, της ελάχιστης. Στην περίπτωση του Παπαγεωργίου, όμως, η επιλογή αυτή δε γίνεται τόσο με έναν εγκεφαλικό, μαθηματικό τρόπο όσο με έναν οδηγό διαισθητικό. Η επιπεδότητα των συνθέσεων και συνεπώς η έλλειψη της τρίτης διάστασης δεν στερεί εδώ την παροχή ενός «ανοίγματος» στον χώρο και τον χρόνο, η οποία εκπληρώνεται συχνά από την ενσωμάτωση λέξεων και κειμένων από εφημερίδες ή φωτογραφίες που προσφέρουν επιπρόσθετες πληροφορίες στην ερμηνεία των έργων. Στα όρια του ίδιου του πίνακα ως όχημα υλοποίησης, στα «έσχατα» σημεία του που επειδή επιλέχθηκαν να συμπεριληφθούν, διασώθηκαν, αλλά και αυτά που μένοντας κυριολεκτικά εκτός πλαισίου, αποκλείστηκαν, κείτονται και τα όρια της υποκειμενικής αντίληψης των έργων του Παπαγεωργίου.
Αντλώντας εικονογραφικά στοιχεία από τη φύση, μέσα στην οποία έχει υφάνει πολλές αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας, ο Anutosh δημιουργεί τοπία στα όρια του φανταστικού και του πραγματικού που μεταμορφώνονται τελικά σε πεδία ενέργειας γεμάτα συναισθηματική δύναμη. Τονίζοντας τον ρόλο του χρώματος που χρησιμοποιείται ταυτόχρονα άλλοτε με φυσιοκρατικό και άλλοτε με «αυθαίρετο» τρόπο και επικεντρώνοντας σε μέρη-λεπτομέρειες των δέντρων, ώστε να ενισχύεται η ψυχολογική ένταση και επίδραση των σχημάτων, ο ζωγράφος πυροδοτεί την ενεργοποίηση τόσο της προσωπικής όσο και της συλλογικής ψυχικής εμπειρίας και μνήμης. Για τον καλλιτέχνη τα δέντρα και όλα τα στοιχεία της φύσης στα έργα του μπορούν ανά πάσα στιγμή να μετουσιωθούν και να σημάνουν ανθρώπινους χαρακτήρες και διαθέσεις. Μέσα σε κάθε στρώση χρώματος που εφαρμόζει στην επιφάνεια του πίνακα γεννιέται μια νέα ιστορία που παραμένει στην «μνήμη» του έργου χωρίς να εξασθενεί με την έλευση της επόμενης, όπως και τα παλαιότερα αποτυπώματα των ανθρώπινων αναμνήσεων βρίσκουν τον χώρο και τον τρόπο συνύπαρξής τους με τα νέοτερα δεδόμενα που έρχονται κάθε φορά να τα επικαλύψουν. Οι εικόνες του Anutosh εκτείνονται πέρα από μια εμπνευσμένη επεξεργασία της σύνθεσης: προκαλούν μια επανεκτίμηση για την φυσικότητα και ζωντάνια με την οποία μπορούν να αναβιώσουν συνειδητές και ασύνειδες αναμνήσεις.
Μέσα από μια ευρεία πανοραμική οπτική χώρων πλημμυρισμένων με υλικά κάθε είδους και σε μια ατμόσφαιρα της «ποιητικής των ερειπίων», τα έργα του John Sikking στοχεύουν στην υπενθύμιση της ανθρώπινης ικανότητας και επιθυμίας για επαναδημιουργία του προσωπικού χώρου, τοπικού και ψυχικού, εν μέσω δυσχερών συνθηκών. Τα αμέτρητα συντρίμμια δημιουργούν συνειρμούς με τις τεράστιες ποσότητες πληροφοριών που επεξεργάζεται η μνήμη. Όπως, όμως, η έλλειψη οργάνωσης και ταξινόμησης των πληροφοριών οδηγεί κάποτε στην απώλεια και την τελική λήθη τους, έτσι και η αναρχία των σκορπισμένων αντικειμένων «δυσχεραίνει» έστω και μια απλή καταγραφή τους στο νου ως μεμονωμένες υπάρξεις και αφήνει στο μάτι περισσότερο την παρατήρηση της γενικής οπτικής εντύπωσης που προκαλούν οι εναλλαγές του χρώματος και οι αντιπαραθέσεις των συμπαγών όγκων μέσα στον χώρο. Στα πεδία των έργων του Sikking, ο συμπυκνωμένος χρόνος και ανακατασκευασμένος χώρος διασταυρώνονται μέσα από την μνήμη που έρχεται να αποκαταστήσει τα κενά, πάντα όμως μόνο μερικώς, αφού και αυτή υπόκειται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες που την αλλοιώνουν. Η έλλειψη προσδιοριστικών τόπου και χρόνου προσδίδει στα απεικονιζόμενα σκηνικά παγκοσμιότητα και διαχρονικότητα, ενώ η απουσία της ανθρώπινης φιγούρας παραλληλίζει τα χαμένα κομμάτια μνήμης, που συχνά αναδεικνύονται πιο διαφωτιστικά από τα ζώντα.
Βασιλική Βαγενού ιστορικός τέχνης.
Η διάρκεια της έκθεσης είναι από 18 Αυγούστου έως τις 4 Σεπτεμβρίου και το ωράριο λειτουργίας της θα είναι καθημερινά από τις 09:00 έως τις 12:00.
Η είσοδος σε όλες τις δράσεις του Φεστιβάλ είναι ΔΩΡΕΑΝ.
Μπορείτε να παρακολουθείτε τις δράσεις του ORANGE WATER ART FESTIVAL στο ακόλουθο link:
https://www.facebook.com/orangewaterart?ref=aymt_homepage_panel