Στο εν λόγω έργο, ο Σίλβερ Τζόνι ένας ανερχόμενος σταρ της τοπικής ροκ-εντ-ρόλ σκηνής στο Σόχο του Λονδίνου το 1958 αποτελεί το μήλον της έριδος ανάμεσα στον Έζρα, τον μάνατζέρ του και ιδιοκτήτη του Ατλάντικ-Κλαμπ και τον Σαμ Ρος, τον αδίστακτο μεγαλοεπιχειρηματία της «νύχτας» που τον διεκδικεί συστηματικά, επαγγελματικά και όχι μόνο. Κάποια στιγμή, όμως, ο Έζρα βρίσκεται τεμαχισμένος σε δύο κομμάτια και πεταμένος σε σκουπιδοτενεκέδες έξω από το κλαμπ του, ενώ ο Σίλβερ Τζόνι αγνοείται. Τα «πρωτοπαλίκαρα» του Εζρα βρίσκονται εγκλωβισμένα στο Ατλάντικ Κλάμπ, περιμένοντας με αγωνία την έλευση του Σαμ Ρος. Ολα δείχνουν ότι πλέον κάνει «παιχνίδι» μόνος του.
Η επιλογή του έργου από τον Θωμά Μοσχόπουλο ήταν αν μη τι άλλο ευφυής, γιατί μας συνέστησε κάτι τελείως διαφορετικό από τα αυτά που έχουμε συνηθίσει. Ακούσαμε τόσα μαζεμένα μπινελίκια, όσα δεν έχουμε ακούσει στη ζωή μας όλη και μας… άρεσε, γιατί μέσα από αυτήν την αθυροστομία των χαρακτήρων σκιαγραφήθηκε πολύ εύστοχα η ίδια τους η ψυχοσύνθεση, ενώ μέσα από την συνολική παρακμιακή ατμόσφαιρα λειτούργησε ένα παράλληλο πιο ουσιαστικό επίπεδο διαρκών παραβολικών αναγωγών πάνω σε θέματα εξουσίας, ελέγχου και προδοσίας.
Οι ήρωες του Μπάτεργουρθ είναι macho, ζούνε μέσα στις καταχρήσεις, είναι βουτηγμένοι στο αμερικανικό όνειρο της… αρπαχτής. «Γλύφουν» το πρόσωπο της εξουσίας προκειμένου όχι απλώς να επιβιώσουν, αλλά και να αναδειχθούν. Δεν έχουν ηθικούς φραγμούς, βρίζουν ακατάσχετα, οραματίζονται το μέλλον τους, αλλά μένουν στα λόγια, γιατί στην πραγματικότητα το μόνο που επιζητούν είναι τελικά η ασφάλειά τους. Διψούν ακόρεστα για εξουσία, αλλά είναι ανίκανοι να την διεκδικήσουν. Αρνούνται να ενηλικιωθούν, παρασιτούν, περιμένουν το μάννα εξ…ουρανού. Παραμένουν απλώς «Κακά Αγόρια» που ακόμη δεν έχουν γνωρίσει καλά καλά τους εαυτούς τους και τα θέλω τους.
Αν κοιτάξουμε λίγο στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, μπορούμε να βρούμε πολύ εύκολα τους ίσκιους των «κακών» αγοριών του Mojo. Αυτή η σήψη, η φθορά και η διαφθορά είναι ο λόγος που σήμερα βιώνουμε άλλωστε όλη αυτήν την κρίση…
Η σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου ήταν ιδανική, καθώς «ζωγράφισε» έναν έξοχο καμβά για τους ήρωες του έργου προκειμένου να μιλήσουν και να εκφραστούν. Εκμεταλλευόμενος ολόκληρη τη σκηνή του θεάτρου Πόρτα μας μετέφερε σ΄ ένα κλαμπ της δεκαετίας του ’60 και κατάφερε να κρατήσει τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στην υπερβολή, το καυστικό και το γκραν γκινιόλ δημιουργώντας μία καθαρόαιμη ρυθμική ταραντινική ατμόσφαιρα (η γλώσσα του έργου και οι χαρακτήρες παραπέμπουν πολύ στην ιδιόλεκτο του Ταραντίνο στο Reservoir Dogs και στο Pulp Fiction).
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου μόνο μ’ ένα αδηφάγο τέρας υποκριτικής μπορεί να παρομοιαστεί. Τόσο αδηφάγο που καταφέρνει να εξαϋλώσει και να ρουφήξει τους υπόλοιπους ηθοποιούς μαγνητίζοντας το βλέμμα. Είναι «εκεί» σε κάθε φράση, αλλάζει 1000 πρόσωπα το λεπτό, δεν αναπαύεται ποτέ στις δάφνες του, δεν δημιουργεί μανιέρα. Αν και ξέρει ότι είναι τρομερός ηθοποιός, δεν του είναι αρκετό. Ερμηνεία έκπληξη αυτή του Ηλία Μουλά, καθώς σωματικοποίησε υπέροχα τον χαρακτήρα του Σκίνι. Εξαιρετικός και ο Γιώργος Παπαγεωργίου στο ρόλο του Μπέμπι, κατάφερε να ξεδιπλώσει όλες τις πτυχές του ήρωα και να μας παραδώσει τελικά ένα ψυχογράφημά του. Ο Αργύρης Ξάφης έδωσε μία πιο εκτελεστική ερμηνεία στο ρόλο του Μίκι. Νιώσαμε πως δεν είχε ψυχολογήσει ακόμη απόλυτα την περσόνα και τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του ήρωά του, γι΄αυτό και σ΄όλη τη διάρκεια του έργου η στάση του ήταν μονοδιάστατη. Μοναδική εξαίρεση το τέλος, εκεί ναι μας έδειξε μια πιο ευαίσθητη πτυχή του Μίκι…. Ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος είχε αφενός μεν την ατυχία να έχει πολλούς διαλόγους με τον Γιώργο Χρυσοστόμου, αφετέρου δε δεν έδωσε στον χαρακτήρα του την απαιτούμενη δυναμική.
Αξίζει να πάει κάποιος να δει την παράσταση; Αν είναι χαλαρός και δεν έχει ταμπού με τα…μπινελίκια, επιβάλλεται! Θα περάσει δύο ώρες γεμάτες από ροκ εντ ρολ μουσική, θα γελάσει με το καυστικό χιούμορ του έργου και τις θεϊκές ατάκες των ηρώων του και ελπίζουμε πως ταυτόχρονα θα το πιάσει και το...μήνυμα.
Γεωργία Οικονόμου
[email protected]