Κεντρικό σημείο της εγκατάστασης μεγάλων διαστάσεων με τον τίτλο ‘Names’ είναι το γεγονός οτι στην Ελλάδα μεγάλος αριθμός Αλβανών μεταναστών άλλαξαν το πραγματικό τους όνομα και το αντικατέστησαν με ελληνικό. Το έργο διατηρεί ουδέτερη στάση απέναντι στα ηθικο-κοινωνικά θέματα που συνεπάγεται ένα τέτοιο φαινόμενο.
«Βασικός στόχος μου», παρατηρεί ο καλλιτέχνης, «είναι να μετατρέψω την γκαλερί σε ένα είδος ‘γραφείου-υπηρεσίας’ που καλεί όσους άλλαξαν το όνομά τους να γράψουν το αρχικό τους όνομα σε ένα φύλλο χαρτί. Με αυτό τον τρόπο οι μετανάστες, οι οποίοι θεώρησαν το αλβανικό όνομά τους ‘προβληματικό’ ως προς την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία, προσκαλούνται να το δηλώσουν μέσω της απλής χειρονομίας της γραφής του πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί».
Η ‘συλλογή’ των αλβανικών ονομάτων η οποία οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε από την γκαλερί διήρκεσε σχεδόν έναν χρόνο. Ο Paci φέρει το θεατή αντιμέτωπο με τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας μέσα από την παρουσίαση γλυπτών τα οποία προσομοιάζουν σε επιτύμβιες στήλες και φέρουν εγχάρακτες επιγραφές με τα ονόματα που συλλέχθηκαν. Ταυτόχρονα ο καλλιτέχνης προσκάλεσε μέλη του προσωπικού και φίλους της γκαλερί να προφέρουν μπροστά στην κάμερα τα αλβανικά ονόματα των μεταναστών, υπογραμμίζοντας με τον τρόπο αυτό την ενεργή συμμετοχή της γκαλερί στο πρότζεκτ και προσδίδοντας έναν ιδιαίτερα προσωπικό χαρακτήρα στο έργο.
Το έργο ‘Names’ διαπραγματεύεται καίρια θέματα στην εικαστική πρακτική του καλλιτέχνη όπως αυτά της μετανάστευσης, εκτόπισης και αποσύνδεσης, πολιτιστικής και εθνικής ταυτότητας, ενώ συγχρόνως φιλοδοξεί να ενεργήσει σαν μια καθαρά προσωπική χειρονομία η οποία δημιουργεί έναν χώρο διαλογισμού μέσα από την προσωπική και συναισθηματική συμμετοχή υπαρκτών προσώπων. Η έκθεση δομείται ως μια φυσική και πνευματική μετάβαση από την εγκατάσταση ‘Names’ στο φιλμ με τον τίτλο ‘The Guardians’ που σηματοδοτεί το τέλος του αρχιτεκτονικού χώρου και της πορείας της έκθεσης.
Το φιλμ του Adrian Paci ‘Τhe Guardians’ αποτελεί μια ποιητική σπουδή στη σχέση μεταξύ παιδικής ηλικίας και θανάτου. Η πλοκή εκτυλίσσεται στο Καθολικό νεκροταφείο της Shkodra, πόλης καταγωγής του καλλιτέχνη.
Μετά την απόφασή του τότε Κομμουνιστικού καθεστώτος να απαγορέψει κάθε είδους θρησκευτική έκφρασης σαν αποτέλεσμα της πολιτικής ενάντια στη θρησκεία η οποία κορυφώθηκε στη διάρκεια του ’60, το εγκαταλελειμμένο αυτό νεκροταφείο ήταν το μόνο μέρος, στην πόλη που μεγάλωνε ο Paci, όπου μπορούσε να δει κανείς θρησκευτικά σύμβολα. Το φιλμ αντλεί έμπνευση από τις παιδικές αναμνήσεις του καλλιτέχνη και τον οξύμωρο χαρακτήρα του νεκροταφείου εκείνη την περίοδο, ως χώρου ‘μεταφυσικού΄ και ταυτόχρονα ‘κοσμικού’ καθώς είχε μετατραπεί σε δημοφιλή τόπο ραντεβού. Αφορμή για το φίλμ υπήρξε και ένα πραγματικό γεγονός: το 1990 μία ομάδα νέων αποφάσισε να μπει στο νεκροταφείο και να το καθαρίσει από τα αγριόχορτα που φύτρωναν γύρω από τους τάφους. Αυτή η νέα φάση ζωής για το νεκροταφείο συνέπεσε χρονικά με την εμφάνιση των ‘υβριστικών’ - όπως τα αποκαλεί ο καλλιτέχνης – οικοδομημάτων. Όσοι δε διέθεταν χώρο στο επίσημο νεκροταφείο άρχισαν να χτίζουν τάφους - δικούς τους και των οικογενειών τους – στο παλιό Καθολικό νεκροταφείο, δημιουργώντας μια χαοτική αρχιτεκτονική, πολύ χαρακτηριστική στη μετακομμουνιστική Αλβανία. Μεταξύ των νέων θαμώνων του νεκροταφείου ήταν και ομάδες παιδιών που πρόσφεραν επ’αμοιβής τις υπηρεσίες τους για τον καθαρισμό τον τάφων. «Αυτή η εικόνα των παιδιών που έπλεναν τους τάφους», σημειώνει ο Adrian Paci, «δούλευε μέσα μου για αρκετό καιρό, και αποφάσισα να τη χρησιμοποιήσω σε αυτό το βίντεο».
Το φιλμ διαθέτει λυρικό ρυθμό και ποιητική αλληλουχία σκηνών, βασικά γνωρίσματα του έργου του Paci, και διατηρεί με επιτυχία την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα σε αυτό που αποκαλύπτεται και αυτό που υπονοείται, φορμαλιστικά και ιδεολογικά. Ξεκινά με γενικές σκηνές, αφαιρετικά πλάνα χωρίς ήχο, έως ότου κάποιες κινήσεις αποκαλύψουν την ανθρώπινη παρουσία. Ακολουθούν τυχαίες σειρές πορτρέτων και κοντινά πλάνα χεριών που παίζουν με την άμμο. Ο ρυθμός επιταχύνεται και εμφανίζονται πιο καθαρές εικόνες παιδικών χεριών που κινούνται και καθαρίζουν. Καθώς η κάμερα ανεβαίνει και απομακρύνεται από τις λεπτομέρειες των κοντινών πλάνων, γίνεται εμφανές σταδιακά ότι δεν πρόκειται για χέρια που ανήκουν σε τρία ή τέσσερα μόνο παιδιά αλλά το νεκροταφείο κατακλύζεται από παιδιά που καθαρίζουν τους τάφους.
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα
O Adrian Paci γεννήθηκε το 1969, στηv Shkodra της Αλβανίας. Σπούδασε στην Ακαδημία Τεχνών των Τιράνων (1987 – 1991). Ζει και εργάζεται στο Μιλάνο.
Το έργο του Paci καλύπτει ένα ευρύ φάσμα μέσων, από το βίντεο και τη φωτογραφία έως τη ζωγραφική, το σχέδιο και τις εγκαταστάσεις. Τα έργα του διαμορφώνονται μέσα από την συναισθηματική συμπάθεια για το άτομο. Ο Paci μετατρέπει υπαρξιακές στιγμές της καθημερινότητας σε εκθαμβωτικές και διαχρονικές εικόνες. Αναγνωρίζει την ευαισθησία και την ευθραυστότητα ως βασική κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία συνυφαίνεται ταυτόχρονα με την ομορφιά και την αξιοπρέπεια. Είναι κυρίως γνωστός για τα βίντεο έργα του, αλλά ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του πρωτίστως ζωγράφο. Διαπερνά τα όρια μεταξύ των οπτικών μέσων μετατρέποντας εικόνες από φίλμ ή βίντεο σε έργα ζωγραφικής. Με την πάροδο των χρόνων ο Paci άρχισε να αλληλεπιδρά με το έργο του Pier Paolo Pasolini, στο οποίο υπάρχουν σταθερές αναφορές. Όπως για τον Pasolini, έτσι και για τον Paci, τα κοντινά πλάνα αποτελούν σημαντικό στοιχείο του έργου, που αγγίζει το θεατή με την ‘ανθρωπιά’ του.
Το έργο του Adrian Paci έχει παρουσιαστεί διεθνώς, όπως μεταξύ άλλων σε ατομικές εκθέσεις στα ακόλουθα μουσεία και ιδρύματα: Musée d’Art Contemporain, Μόντρεαλ (2014), Galeries Nationales du Jeu de Paume, Παρίσι (2013), Kunsthaus Zurich, Ζυρίχη (2010) and CCA, Τελ Αβίβ (2008).
INFO:
Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν την Πέμπτη, 5 Φεβρουαρίου 2015, 20.00 – 22.00.
Kalfayan Galleries (Χάρητος 11, Κολωνάκι, Αθήνα)
Εγκαίνια: Πέμπτη, 5 Φεβρουαρίου 2015, 20.00 – 22.00
Διάρκεια έκθεσης: 5 Φεβρουαρίου – 28 Μαρτίου 2015
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα 11.00 - 15.00 | Τρίτη - Παρασκευή 11.00 - 19.00 | Σάββατο 11.00 – 15.00