Με την προτροπή «ακυρώστε όσους θανάτους μπορείτε...», την παραδοχή ότι «η εσωτερική συνοχή είναι ένα διαχρονικό ζητούμενο και δεν ακουμπάει μόνο στη σύγχρονη ζωή» και την αποδοχή ότι «οι καταθλιπτικοί ήρωές μου δεν είναι στην πραγματικότητα ούτε νικητές ούτε ηττημένοι, αρνούνται πεισματικά να πάρουν μέρος στον ανθρώπινο θίασο, που πασχίζει να τους εντάξει στους κόλπους του».
Τοποθετώντας στην ακύρωση του θεσμού της κοινότητας την καρδιά της κρίσης. Διαπιστώνοντας «εδώ και καιρό ότι οι Ελληνες ζουν σχεδόν απομονωμένοι ο ένας απ' τον άλλον, βουλιάζουν στον βούρκο της προσωπικής τους και μόνο προοπτικής». «Κανένα "μοίρασμα", λίγες ανοιχτές πόρτες, λίγες ανοιχτές αγκαλιές. Αυτή είναι η κρίση».
Γιατί επιλέξατε να αναστήσετε τον Μάικλ Τζάκσον;
Η απόφαση ήταν σχεδόν αντανακλαστική. Ο Τζάκσον, ως μία φιγούρα σχεδόν γραφική, διέθετε το σωστό εκτόπισμα για να χαρτογραφηθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια το παράδοξο της ιστορίας, δηλαδή η ασύμβατη συνάντηση ενός καθημερινού ανθρώπου με ένα δημοφιλές σύμβολο. Στην ουσία, η παρουσία του και μόνο είναι αρκετή για να δυναμιτίσει, ακόμη -θα έλεγα- να σαμποτάρει την πλοκή του μυθιστορήματος.
Με το καινούργιο βιβλίο επιστρέφουμε στις παλιές μας αγάπες, στη μουσική;
Μάλλον όχι, τουλάχιστον όχι συνειδητά. Σαφώς και ο Μάικλ Τζάκσον λειτουργεί συνειρμικά ως μια μουσική νότα στο μυαλό όλων, όμως το βιβλίο είναι μάλλον μια σιωπηρή κραυγή για την κατάθλιψη, την ανάγκη της φιλίας, τον αυτισμό του σύγχρονου ανθρώπου. Ή ακόμη και μια ανθρωποκεντρική ματιά προς τις συνθήκες που γεννούν την κατάθλιψη και την ψυχική δυσφορία εκ προοιμίου.
Από «Το σπίτι» έως την «Ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον» τι έχει αλλάξει στις εμμονές, στα βιβλία, στη ζωή και στη δική σας ζωή;
Μέσα μου έχουν αλλάξει πολλά, στους ήρωές μου επίσης, ωστόσο η υγιής, θα έλεγα, αγωνία ενός συγγραφέα να ακούσει την ηχώ της φωνής του όσο το δυνατόν μακρύτερα, τον αναγκάζει, κατά κάποιον τρόπο, να επανέρχεται στις ίδιες θεματικές παραμέτρους, περιγράφοντας ή «φωνάζοντας» τις ίδιες ανησυχίες, με απώτερο στόχο την επικοινωνία με τους αναγνώστες. Στη δική μου περίπτωση, οι εμμονές, οι οποίες δίχως αμφιβολία έχουν υπάρξει μια ισχυρή παράμετρος στη δουλειά μου, έχουν με τα χρόνια υποχωρήσει και μάλλον έχω απαλλαγεί απ' αυτές και στην προσωπική μου ζωή. Τα βιβλία μου έχουν μάλλον αποκτήσει μια χειροπιαστή αγωνία για τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τη ζωή μας, πού πηγαίνει τελικά αυτό το προσωπικό όχημα που ονομάζουμε «Εαυτό».
Η εποχή μας είναι καταθλιπτική εποχή;
Εν δυνάμει ναι, αφού η μοναξιά έχει απλωθεί σε ό,τι ακουμπάμε. Οι περισσότεροι, κλεισμένοι στο καβούκι τους, μηρυκάζουν μια ηλεκτρονική, παράξενη ζωή, γεμάτη επίπλαστες απολαύσεις και μεγάλες δόσεις ακύρωσης της πραγματικότητας. Αν σε όλα αυτά, προσθέσουμε και κάποια σημαντικά, περισσότερο «λειτουργικά», προβλήματα, το οικονομικό, τους φασίστες που (νομίζουν ότι) μας έχουν περικυκλώσει, τότε ναι, διανύουμε μια καταθλιπτική εποχή.
Μια κατακερματισμένη εποχή; Πόσο μπορεί κάποιος να διατηρήσει την εσωτερική συνοχή του στη δική μας εποχή;
Θεωρώ ότι η εσωτερική συνοχή είναι ένα διαχρονικό ζητούμενο και δεν ακουμπάει μόνο στη σύγχρονη ζωή. Κατά κάποιον τρόπο, η εσωτερική συνοχή μπορεί να είναι και το ίδιο το νόημα της ζωής, του αυτοσεβασμού και της πληρότητας. Αλλά πώς να διατηρήσεις έναν εαυτό ο οποίος πνίγεται μέσα στο μάταιο κυνήγι της ευτυχίας, στη ματαιοδοξία και στην αυταπάτη;
Είναι «παράφωνη» εποχή;
Είναι παράφωνη, αλλά ευτυχώς ακόμα γεννιούνται καλλίφωνοι άνθρωποι και μπορούμε να ελπίζουμε. Η ζωή η ίδια είναι παράφωνη, συχνά μάλιστα ουρλιάζει εκκωφαντικά στ' αυτιά μας, όμως εμείς οφείλουμε να περιμένουμε τα πιο γλυκά της τραγούδια.
Οταν ξαναθυμάμαι «Το θαύμα της αναπνοής» μου κόβεται η ανάσα. Είναι τόσο προφητικό! Η καταναλωτική μανία που μας κόβει κυριολεκτικά την αναπνοή, κύριε Σωτάκη, από πότε είχε αρχίσει η κρίση;
Η κρίση ξεκινάει από τότε που ακυρώνεται ο θεσμός της κοινότητας και δυστυχώς στην Ελλάδα αυτό συμβαίνει εδώ και καιρό. Εγώ διαπιστώνω εδώ και καιρό ότι οι Ελληνες ζουν σχεδόν απομονωμένοι ο ένας απ' τον άλλον, βουλιάζουν στον βούρκο της προσωπικής τους και μόνο προοπτικής. Δεν σας κρύβω ότι και εγώ δοκιμάζω έντονα αυτό το συναίσθημα, αισθάνομαι να μην ανήκω πουθενά, ζω μόνος ή έστω με μερικούς αγαπημένους ανθρώπους, αλλά μετά τίποτα. Κανένα «μοίρασμα», λίγες ανοιχτές πόρτες, λίγες ανοιχτές αγκαλιές. Αυτή είναι η κρίση.
Εσείς; Είστε αισιόδοξος ή απαισιόδοξος στη ζωή;
Είμαι αισιόδοξος. Μέσα μου είναι εγκατεστημένη μια δυνατή λάμψη χαράς και ευδαιμονίας, όμως οι ρωγμές είναι πολλές και συχνές, το σκοτάδι με επισκέπτεται συχνά, προσπαθεί να με διαλύσει αλλά επανέρχομαι.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού, λένε. Υπάρχει καλό που θα βγει απ' αυτή την εποχή;
Ναι, η δυσκολία πάντα κρύβει νοσταλγία. Και οι Τέχνες, ήδη πολλές παράμετροι της κρίσης έχουν αποτυπωθεί σε διάφορες μορφές Τέχνης, και φυσικά και στη λογοτεχνία.
Το πιο απαισιόδοξο και το αισιόδοξο σενάριο έκβασης;
Το πιο απαισιόδοξο θα έλεγα ότι είναι η παθητική αποδοχή. Σήμερα είναι Παρασκευή, Σάββατο, δεν έχω ιδέα, ήρθε αυτή η δύσκολη περίοδος, έφυγε, εγώ δεν θυμάμαι καν πού ήμουν. Εχω την εντύπωση ότι θα είναι πιο ευτυχείς όσοι «κατάλαβαν» τι συνέβη. Δεν βλέπω κάτι άλλο απαισιόδοξο, γιατί η κρίση θα περάσει, κι αυτό θα γίνει με μαθηματική ακρίβεια, όπως με μαθηματική ακρίβεια θα αποχωρήσουμε κι εμείς από τη ζωή μας. Το αισιόδοξο σενάριο είναι η άμεση αλλαγή ατμόσφαιρας, δεν αντέχω άλλο σκοτεινιά και ταξιτζήδες προφήτες της καταστροφής.
Τι θεωρείτε γενναιότητα και τι επανάσταση στις μέρες μας;
Γενναιότητα, χωρίς δεύτερη σκέψη, είναι να αποδεχτούμε ποιοι είμαστε, να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και να υποψιαστούμε, έστω, για λίγο, ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που αντικρίζουμε. Το ίδιο αποτελεί και την επανάσταση.
«Παραφυλάει το απόγευμα της Κυριακής, μας βλέπει από μακριά και τρίβει τα χέρια του». Γιατί ειδικά «το απόγευμα της Κυριακής»;
Το απόγευμα της Κυριακής, ναι... ποιος θα αρνηθεί ότι πρόκειται μάλλον για ένα παιδικό κατάλοιπο, παραμονεύει η Δευτέρα, το σχολείο, οι υποχρεώσεις. Το συγκεκριμένο κομμάτι του βιβλίου, στην ουσία, ρίχνει φως σε αυτό ακριβώς, την ασθένεια της τυραννικής επανάληψης της κάθε μέρας, της κάθε ζωής.
«Ο θάνατος των ανθρώπων» πώς θα μπορούσε, έστω συμβολικά, να ανασταλεί;
Με αυτή την προτροπή θα κλείσω: «Ακυρώστε όσους θανάτους μπορείτε...».
Ελένη Γκίκα