Αρχαία Ελλάδα και Χριστιανισμός στο Megaron Plus

22.05.2008
Αρχαία Ελλάδα και Χριστιανισμός είναι ο τίτλος του διαλόγου που θα έχουν οι καθηγητές, Κυριάκος Τσαντσάνογλου και Μιχάλης Κοπιδάκης, στις 22 Μαΐου, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Megaron Plus.
Τι: Αρχαία Ελλάδα και Χριστιανισμός. Διάλογος για τις σχέσεις των δυο κόσμων
Οι πανεπιστημιακοί Κυριάκος Τσαντσάνογλου και Μιχάλης Κοπιδάκης παρακολουθούν τις μεταμορφώσεις των αρχαίων θεών στην εποχή του μονοθεϊσμού.
Που: Megaron Plus
Πότε: Πέμπτη 22 Μαΐου 2008
Ώρα έναρξης 7 μ.μ.
Είσοδος ελεύθερη με δελτία Προτεραιότητας.

Αρχαία Ελλάδα και Χριστιανισμός είναι ο τίτλος του διαλόγου που θα έχουν οι καθηγητές, Κυριάκος Τσαντσάνογλου και Μιχάλης Κοπιδάκης, στις 22 Μαΐου, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Megaron Plus.
Με την εκδήλωση αυτή ανοίγει ο Κύκλος των φιλοσοφικών διαλόγων που θα πραγματοποιηθούν στο Μέγαρο Μουσικής, με την επιμέλεια του καθηγητή Μιχάλη Ζ. Κοπιδάκη.

Ο Κυριάκος Τσαντσάνογλου, ομότιμος καθηγητής κλασικής φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, θα μιλήσει για τον «ορφικό πάπυρο του Δερβενίου», ενώ ο Μιχάλης Κοπιδάκης, καθηγητής κλασικής φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, θα παρακολουθήσει με την ομιλία του την εξέλιξη του θεού Πάνα στην Αρχαία Ελλάδα και τις συμβολικές μεταμορφώσεις του κατά τους χριστιανικούς χρόνους. Ο τίτλος της ομιλίας του είναι ?Πέθανε πράγματι ο Μέγας Παν;?.

Ο διάλογος των δύο πανεπιστημιακών καταπιάνεται ουσιαστικά με τις περίπλοκες και αντιφατικές σχέσεις Αρχαίου Κόσμου και Χριστιανισμού και επισημαίνει ορισμένους από τους λόγους για τους οποίους οι θεοί των Ελλήνων επέζησαν και κατά την Χριστιανική εποχή. Σε κλίμα μιας αυστηρής μονοθεϊστικής αντίληψης και έντονης σύγκρουσης με τον πολυθεϊκό αρχαίο κόσμο, η τέχνη και η φιλοσοφία περιέθαλψαν τους αρχαίους θεούς, όπως άλλωστε, και το σχολικό πρόγραμμα, το οποίο βασιζόταν, στην Ανατολή στον Όμηρο και στη Δύση στον Βιργίλιο. Τα ποιητικά αυτά κείμενα υπήρξαν ταυτόχρονα και μυθολογικά εγχειρίδια που έγιναν απαραίτητα στοιχεία του εκπαιδευτικού κανόνα. Παράλληλα, αυτός ο κόσμος του ενός και μοναδικού θεού, που είχε άμεσα ιστορικά και πολιτισμικά σύνορα με τον πολυθεϊκό, ήταν αναπόφευκτο να οικειοποιηθεί σχήματα από την ελληνική σκέψη και τους ελληνικούς λατρευτικούς τρόπους και να τα μεταπλάσσει στο νέο πλαίσιο της μεταφυσικής αφήγησης.

Ο Πάπυρος του Δερβενίου, ο μοναδικός πάπυρος που σώθηκε σε ελληνικό έδαφος, θεωρείται το αρχαιότερο γραπτό κείμενο της δυτικής παράδοσης και εκτιμάται ότι γράφτηκε σε πάπυρο τον 4ο π.Χ. αιώνα. Βρέθηκε το 1962, καμένος, στην παχιά στρώση στάχτης που κάλυπτε τον κιβωτιόσχημο τάφο στο Δερβένι. Περιέχει ένα αλληγορικό φυσικό υπόμνημα σε ένα κοσμογονικό ποίημα που αποδίδεται στον Ορφέα. Πρόκειται ουσιαστικά για σχόλιο στο οποίο αναλύεται η άποψη των ορφικών για την κοσμογονία, τη θεογνωσία και τις θρησκευτικές τελετές. Το κείμενο επαναφέρει το πρόβλημα των σχέσεων φιλοσοφίας και θρησκευτικότητας και το διατρέχει η έμμεση πεποίθηση για την ύπαρξη ενός και μοναδικού θεού ως δημιουργού. Οι πολλοί θεοί αναφέρονται με το όνομά τους και παρουσιάζονται ως μια γενεαλογία στην οποία κάθε θεϊκή γενιά αντιστοιχεί σε μια φυσική εξέλιξη. Αντίγραφο του Παπύρου βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.

Ο Πάν υπήρξε ένας τοπικός θεός της Αρκαδίας, μισός άνθρωπος, μισός τράγος. Προστάτευε τους ποιμένες, τους γεωργούς και τους αλιείς. Ήταν ερωτικά άτυχος και παρηγοριόταν παίζοντας τον επτάστομο αυλό του. Η συνοδεία του ήταν οι νύμφες, οι αμαδρυάδες, οι σάτυροι και οι σειληνοί. Ο Πλούταρχος αναγγέλλει με μια παράξενη θαλασσινή ιστορία το θάνατό του: Οι επιβάτες ενός εμπορικού πλοίου που έπλεε προς την Ιταλία άκουσαν μια νύχτα στους Παξούς ότι ο Μέγας Παν πέθανε. Ο θεός όμως δεν είχε πεθάνει. Κατά την εποχή του Χριστιανισμού έζησε δυο ζωές: ως πρότυπο της παράστασης του διαβόλου στην εικονογραφία και ως πνεύμα της υπαίθρου, σύμβολο ζωικής πληρότητας και αλληγορία του πρακτικού βίου. Κορυφαία ονόματα της ευρωπαϊκής ποίησης, ζωγραφικής και μουσικής εμπνεύστηκαν από τον τραγοπόδη θεό έργα σημαντικά και ιδιαίτερα κατά την Αναγέννηση, αλλά και αργότερα, όταν ο αρχαίος κόσμος τροφοδότησε το όραμα ενός κόσμου μακρινού και γι αυτό ιδανικού.