Προσπεράστε τη σατανική συνωνυμία. Το μόνο κοινό ανάμεσα στον ultra cool θρύλο του Χόλιγουντ και τον Βρετανό εικαστικό που, με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Ηunger» (που θα κάνει πρεμιέρα στο 14ο Διεθνές φεστιβάλ κινηματογραφου της αθήνας conn-x) συμπεριελήφθη αυτόματα στην ελίτ των σημαντικότερων νέων δημιουργών είναι το γεγονός πως στο μέλλον ο κόσμος θα έχει να θυμάται δύο Στιβ Μακ Κουίν.
Με δύναμη από το video art
Ο Βρετανός Στιβ ΜακΚουίν προσγειώθηκε στην κινηματογραφική πραγματικότητα ακριβώς τη στιγμή που η τελευταία τον είχε περισσότερο ανάγκη. Με μία βαρύγδουπη και ηχηρή πρώτη ταινία μεγάλου μήκους, ο επί δύο δεκαετίες ρηξικέλευθος εικαστικός, βραβευμένος το 1999 με το αναγνωρισμένο βρετανικό βραβείο Turner, ήρθε για να θέσει από την αρχή τις βάσεις για μία συζήτηση που τα τελευταία χρόνια μοιάζει να διατυπώνεται δειλά από θεωρητικούς και μη, χωρίς ωστόσο να βρίσκει σαφείς και κυρίως ευανάγνωστες απαντήσεις. Μη βιάζεστε. Το «Ηunger», η ταινία που άνοιξε το φετινό παράλληλο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών, «Ενα Κάποιο Βλέμμα», συζητήθηκε όσο λίγες κατά τη διάρκεια και τελικά έφυγε με το βραβείο της Χρυσής Κάμερας, που απονέμεται σε πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες, δεν είναι ο χαμένος κρίκος που όλοι περίμεναν ανάμεσα στο video art και το σινεμά. Είναι, όμως, σίγουρα ένα γεγονός.
«Από όλους τους καλλιτέχνες που δουλεύουν στο σινεμά και στο video art ο ΜακΚουίν είναι ο μόνος που γνωρίζει πόσο πρέπει να διαρκεί η κάθε σκηνή», θα δήλωνε ενθουσιασμένος ο σκηνοθέτης Ολιβιέ Ασαγιάς μετά το τέλος της προβολής του «Ηunger» στο φετινό Φεστιβάλ Καννών. Κι έχει δίκιο αφού, αν κάποιος, δεν γνώριζε την προϋπηρεσία του ΜακΚουίν δεν θα μπορούσε να μαντέψει πως το «Ηunger» είναι ακόμη ένα art project που γεννήθηκε στο μυαλό ενός σπουδαίου εικαστικού που ένα πρωινό (ή απόγευμα, δεν έχει σημασία) αποφάσισε ορθά πως δεν θα έπρεπε να υπάρχει περιορισμός στα μέσα που έχει στη διάθεση του ένας καλλιτέχνης. «Δεν είμαι εγώ που θα αποφασίσω αν είμαι εικαστικός ή σκηνοθέτης. Αυτό το αφήνω στους κριτικούς. Ο κινηματογράφος και η Τέχνη δεν είναι ακριβώς κάτι που διαχωρίζω. Εγώ απλά κάνω αυτό που κάνω χωρίς να το τοποθετώ απαραίτητα κάτω από κάποια ιδιότητα. Κάνω σινεμά απλώς γιατί μπορώ. Δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος. Προσπαθώ κι εγώ να ανακαλύψω το λόγο αλλά δεν νομίζω πως θα φτάσω ποτέ κοντά σε κάποια ικανοποιητική απάντηση», δηλώνει σήμερα ο ΜακΚουίν. Ακριβώς τη στιγμή που η Βρετανία υπερηφανεύεται για το νέο τρομερό παιδί της, το «Ηunger» αποθεώνεται και προκαλεί παγκοσμίως, ενώ όσοι βιώνουν την εμπειρία της θέασης του προσπαθούν μάταια να μεταφέρουν στους υπόλοιπους την «εμπειρία».
Αναζητώντας έναν ήρωα
Το «Ηunger» διαρκεί 96 λεπτά. Χωρισμένο σε διακριτές πράξεις αφηγείται τις τελευταίες έξι εβδομάδες στη ζωή του Μπόμπι Σαντς, του θρυλικού μέλους του IRA που φυλακίστηκε το 1981 με την κατηγορία της οπλοκατοχής για να ανακηρυχθεί σε εθνικό ήρωα όταν πέθανε στις φυλακές του Long Kesh, μετά από 66 μέρες απεργίας πείνας, διεκδικώντας το δικαίωμα τού να θεωρηθεί πολιτικός κρατούμενος, κόντρα στην αδιαλλαξία της κυβέρνησης Θάτσερ.
Αν αφαιρέσει κανείς ελάχιστα λεπτά σιωπής και την παράλληλη ιστορία ενός από τους φύλακες, για τουλάχιστον μια ώρα το ντεμπούτο του ΜακΚουίν μοιάζει με μια επώδυνη διαδικασία από αυτές που σπάνια θα επέλεγε ένας θεατής, αλλά ακόμη πιο σπάνια θα διάλεγε ένας σκηνοθέτης για την πρώτη ταινία του. Φτάνοντας τον ρεαλισμό μέχρι τα άκρα (σε σημείο που να νιώθεις τις σάρκες του πρωταγωνιστή Μάικλ Φασμπέντερ να σχίζονται σαν να είναι το κορμί σου!) και ποτίζοντας τα εικονογραφημένα σαν ντοκιμαντέρ βασανιστήρια με δόσεις ποίησης, το «Ηunger» θα γεννούσε αντιδράσεις από όσους έζησαν την ίδια εποχή τα γεγονότα από κοντά ενώ ταυτόχρονα θα άφηνε αμήχανους τους κριτικούς στις Κάννες, σχεδόν ανήμπορούς να αποφασίσουν αν αυτό που μόλις είδαν ήταν το έργο ενός σαδιστή προβοκάτορα ή το απόσταγμα έμπνευσης ενός καλλιτέχνη που απλά δεν γνωρίζει άκρα. «Δεν με απασχόλησαν ποτέ οι έννοιες του ήρωα ή του θύματος ή του βασανιστή. Η πρόθεση μου ήταν να προκαλέσω τον θεατή, να εξερευνήσω το πεδίο τού πώς μπορείς να επεξεργαστείς την προσωπική ηθική μέσα από το μέσο του κινηματογράφου. Αν αυτή η ταινία αφοπλίζει τον θεατή, αφαιρεί έναν προστατευτικό τοίχο έστω και για λίγο, τότε μπορεί να αποκτήσει δύναμη, κάποιο νόημα και τελικά να κάνει τη διαφορά. Πριν από την ταινία, η ίδια η ζωή είναι σκληρή και αποτρόπαια. Οι σημαντικότερες στιγμές στην Τέχνη, από τον Γκόγια μέχρι και σήμερα, απεικόνισαν τον ανθρώπινο πόνο και τη βία. Αυτό που με ενδιέφερε αρχικά δεν ήταν ο Σαντς ως ήρωας ή ως χαρακτήρας αλλά ολόκληρο το σύστημα τού εγκλεισμού. Με ενδιέφεραν ταυτόχρονα και οι φυλακισμένοι αλλά και οι φύλακες και η καθημερινότητα μέσα στις αποτρόπαιες συνθήκες που ίσχυαν και για τις δύο πλευρές».
Το hype πεθαίνει τελευταίο
Ακόμη και αν κανείς δεν γνωρίζει πως ο ΜακΚουίν διατέλεσε το 2003 επίσημος καλλιτέχνης του Βασιλικού Πολεμικού Μουσείου της Μεγάλης Βρετανίας στο Ιράκ, είναι εύκολο να αντιληφθεί πως η ιστορία του Μπόμπι Σαντς θα μπορούσε να είναι η ιστορία οποιουδήποτε πολιτικού κρατούμενου που, εν έτει 2008, βρίσκεται φυλακισμένος στο Γκουαντάναμο ή παγιδευμένος στην παράνοια της πολιτικοκοινωνικής κατάστασης στο εμπόλεμο Ιράκ.
«Η ταινία αναφέρεται όχι μόνο μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά στον κόσμο που ζούμε σήμερα. Τα γεγονότα στην ταινία συνέβησαν 27 χρόνια πριν αλλά, κάνοντας fast forward στο σήμερα, βλέπουμε πως τίποτε σχεδόν δεν έχει αλλάξει. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά σε όσα αποτρόπαια συμβαίνουν στο Γκουαντάναμο και στις φυλακές του Αμπού Γκρέιμπ. Στην Αγγλία πιστεύουμε πως ζούμε σε έναν άλλο κόσμο αλλά τελικά όλα αυτά συμβαίνουν στην πίσω αυλή του σπιτιού μας. Απλά αρνούμαστε να τα κοιτάξουμε στα μάτια. Δεν ασκώ άμεση κριτική αλλά φροντίζω να αναδείξω ακριβώς αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Δεν είμαι εγώ αυτός που θα δηλώσω πως είμαι πολιτικός καλλιτέχνης, αλλά πιστεύω ακράδαντα πως δεν υπάρχει τίποτα που κάνουμε ή δεν κάνουμε σε αυτή τη ζωή που δεν είναι πολιτικό. Πολιτική είναι και ένα φλιτζάνι τσάι».
Συνεπής στη θεματική του που και στα βραβευμένα video art του καταπιάνονται με τη βία που εξασκείται πάνω στον σύγχρονο άνθρωπο, εύκολα θα έφτανε κανείς στο συμπέρασμα πως ο ΜακΚουίν είναι μια σκοτεινή προσωπικότητα. Ο ίδιος, όμως, είναι σαφής: «Δεν έχω άλλη επιλογή. Είναι κάτι που μου βγαίνει τελείως φυσικά. Ισως είναι η εποχή που ζούμε, μια κατά βάση σκοτεινή εποχή. Αλλά πραγματικά θα ήθελα να κάνω κάποια στιγμή μια κωμωδία. Προφανώς μια μαύρη κωμωδία».
Ενα από τα διασημότερα πρότζεκτ του ΜακΚουίν, που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη, είναι το «Queen And Country Ρroject». Αποτελούμενο από βασιλικά γραμματόσημα, που απεικονίζουν πάνω τους όλους τους Βρετανούς στρατιώτες που σκοτώθηκαν στον πόλεμο του Ιράκ, ξεκίνησε ως μία πράξη απονομής δικαιοσύνης. Ο ΜακΚουίν ζήτησε την άδεια από τις οικογένειες των νεκρών και, με τη βοήθεια του καλλιτεχνικού κόσμου, προσπάθησε να πείσει την κυβέρνηση να κυκλοφορήσει τα γραμματόσημα ως επίσημα γραμματόσημα της χώρας. Η απάντηση που δέχτηκε ήταν φυσικά αρνητική. Και όλα αυτά για έναν καλλιτέχνη που κερδίζοντας το βραβείο Turner (σ.σ. το σημαντικότερο βραβείο τέχνης στην Μ. Βρετανία) θα μπορούσε να πείσει ενδεχομένως και τον οποιοδήποτε. Μόνο που η πραγματικότητα μοιάζει λίγο διαφορετική: «Εμεινα έκπληκτος όταν κέρδισα το βραβείο, αλλά αυτό δεν σήμαινε τίποτα για την μετέπειτα καριέρα μου. Η Χρυσή Κάμερα στο Φεστιβάλ των Καννών ήταν κάτι διαφορετικό και σημαντικότερο. Κυρίως επειδή πρόκειται για ένα διεθνές βραβείο. Το βραβείο Turner είναι μέρος του hype. Στην Βρετανία δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι θύμα του hype. Είμαστε πολύ καλοί σε αυτό. Μετατρέπουμε ένα εθνικό βραβείο σε παγκόσμια είδηση, κυρίως επειδή έχουμε καλές δημόσιες σχέσεις. Και αυτό δεν είναι το μόνο πράγμα που με ενοχλεί στη Μ. Βρετανία».
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Στιβ ΜακΚουίν γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1969. Δεινός ποδοσφαιριστής, σπούδασε Καλές Τέχνες στο Κολέγιο του Χάμερσμιθ και Δυτικού Λονδίνου και στη συνέχεια συνέχισε τις σπουδές του στην Τέχνη και στο design στο Κολέγιο του Τσέλσι και στο Κολέγιο Goldsmiths, όπου και έδειξε το ενδιαφέρον του στον κινηματογράφο. Στη Νέα Υόρκη, όπου ταξίδεψε για να συνεχίσει τις σπουδές του, απογοητεύτηκε από την έλλειψη πειραματισμού και επιστρέφοντας στο Λονδίνο ξεκίνησε να σκηνοθετεί τα video art που τον έκαναν διάσημο. Ασπρόμαυρα, μινιμαλιστικά, με πρωταγωνιστή τον ίδιο και επιρροές από τη nouvelle vague, τον Αντι Γουόρχολ και όπως λέει ο ίδιος «τη ζωή» οι ταινίες του προβλήθηκαν στους τοίχους των διασημότερων γκαλερί και μουσείων ανά τον κόσμο. Η πρώτη του σημαντική δουλειά, το «Βear» (1993), είχε για πρωταγωνιστές δύο γυμνούς άντρες (ο ένας ήταν ο ίδιος ο ΜακΚουίν) οι οποίοι ανταλλάσσουν βλέμματα τα οποία θα μπορούσαν να εκληφθούν ταυτόχρονα ως απειλητικά και ως ερωτικά. Ενα από τα πιο γνωστά πρότζεκτ του είναι το «Deadpan» (1997), μία μακρινή αναφορά στον Μπάστερ Κίτον όπου ένα σπίτι διαλύεται και ο ίδιος μένει σώος καθώς στέκεται κάτω από ένα παράθυρο. Για το «Deadpan» θα του απονεμηθεί το 1999 το βραβείο Turner (σ.ς ένα από τα σημαντικότερα βραβεία για τις Τέχνες που από το 1984 απονέμεται σε καλλιτέχνες κάτω των 50 χρόνων) ενώ το «Ηunger», η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, κέρδισε φέτος τη Χρυσή Κάμερα στο Φεστιβάλ Καννών και το βραβείο στο φεστιβάλ του Σίδνεϊ για «την ελεγχόμενη διαφάνεια του οράματος του, την εξονυχιστική λεπτομέρεια και το θάρρος, την αφοσίωση του καστ και τη δύναμη της ανθρωπιάς του». Πρόσφατα επιλέχθηκε ως η επίσημη συμμετοχή της Μ. Βρετανίας για την Biennale της Βενετίας του 2009. Σήμερα ζει ανάμεσα στο Λονδίνο και το Αμστερνταμ, ομολογεί πως η συνωνυμία του με τον ηθοποιό Στιβ ΜακΚουίν δεν τον απασχόλησε ποτέ, ενώ πιστεύει πως τα όνειρα είναι πιο ενδιαφέροντα από τις ταινίες «γιατί δεν είναι τόσο επίσημα». Αν θέλετε να υποστηρίξετε το πρότζεκτ «Queen and Country» μπορείτε απλά να επισκεφθείτε το site www.artfund.org/queenandcountry/index.php.