Από τη μία, είναι οι αναμνήσεις και εικόνες από τα παλιά, φίλοι, συγγενείς και εραστές όπως τα συνέλαβε η Στέλλα Θεοδωράκη με μια κάμερα Super 8 σε τεμπέλικες καλοκαιρινές στιγμές, διακοπές, φοιτητικές μέρες και βόλτες. Από την άλλη, το χάος της Αθήνας του σήμερα, συζητήσεις με φίλους, απώλειες αγαπημένων προσώπων, όπως αποτυπώνονται στην ψηφιακή της κάμερα. Η μόνη γέφυρα ανάμεσα στα δύο είναι η αφήγηση, ή μάλλον οι σκόρπιες σκέψεις και σχόλια, της δημιουργού, για αυτά που βλέπει και για όσα την κάνουν να σκέφτεται και να θυμάται.
Αναπόφευκτα αποσπασματική, ηθελημένα αινιγματική και τελικά κάπως άνιση, η ταινία, που παρουσιάστηκε στις ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ COSMOTE ως work in progress, δεν παρουσιάζει παρά μια πολύ βασική πρόκληση για τον θεατή: να μην προσπαθήσει να βρει μια συμβατική αφήγηση, μια πορεία από το Α ως το Β, αλλά να αφεθεί σε όσα βλέπει και ακούει, και να βρει την δική του σύνδεση ανάμεσά τους. Αυτό τελικά είναι και το πιο ενδιαφέρον επίτευγμα του εγχειρήματος: παρόλο που πρόκειται για κάτι τόσο βαθιά, τόσο επώδυνα προσωπικό, το φιλμ λειτουργεί καλύτερα όταν επιλέξεις να το δεις σαν άδειο καμβά, όταν το ακολουθήσεις πρόθυμος να προβάλλεις και τις δικές σου σκέψεις και αναμνήσεις σε αυτό, να ερμηνεύσεις όπως εσύ το αισθάνεσαι, να δώσεις το περιθώριο στην ταινία να αναπνεύσει.
Παρόλο που οι εικόνες της κρίσης και των δρόμων της Αθήνας είναι και οι πιο αδύναμες στο περίεργο αυτό ιμπρεσιονιστικό κολάζ στιγμών, τουλάχιστον δένουν οργανικά με ό,τι τις περιβάλλει κυρίως στο επίπεδο της έντονη οπτική αντίθεσης του Super 8 του τότε με τις ψηφιακές εικόνες του σήμερα, που υπογραμμίζει το σοκαριστικό χάσμα των δύο πραγματικοτήτων. Οι υπόλοιπες στιγμές συνθέτουν το ενδιαφέρον και ενίοτε συγκινητικό πορτρέτο μιας γυναίκας και μιας γενιάς που, κάνοντας ένα ταξίδι προς τα πίσω, προσπαθεί να καταλάβει, όπως δηλαδή όλοι μας - ένα ταξίδι που μπορεί να σας μπερδέψει ή να σας ξενίσει αλλά θα σας κερδίσει με την ευάλωτη, αφοπλιστική ειλικρίνειά του.