Για μερικά ελπιδοφόρα λεπτά ο «Προστάτης» υπόσχεται ότι μπορεί και να καταφέρει να διαφοροποιηθεί από τον σωρό των πανοιμοιότυπων βιομηχανικών κινηματογραφικών προϊόντων που ομαδοποιούνται κάτω από την ταμπέλα 'Τζέισον Στέιθαμ’. Σίγουρα, ο Τζέισον υποδύεται (άλλον) έναν ανίκητο τεχνίτη του ξύλου και του θανάτου, οι εχθροί του παραμένουν απαράλλαχτοι και η αποστολή του μοιάζει από αυτοκτονική ως ανθρωπίνως αδύνατη: τα βάζει με δύο αντίπαλα κυκλώματα της Μαφίας αλλά και διεφθαρμένους αστυνομικούς, για να προστατέψει ένα μικρό κορίτσι από την Κίνα την οποία χρησιμοποιούν για τις βρωμοδουλειές τους.
Αυτή τη φορά ο Στέιθ, πριν αρχίσει να αψηφά τους νόμους της φυσικής και των πιθανοτήτων, μοιάζει να έχει γυρίσει σελίδα με μια ιστορία που δεν λες πρωτότυπη μεν αλλά ούτε ανεγκέφαλη δε, και μια ευρηματική κινηματογράφηση κάποιων μεμονομένων σκηνών, όπως αυτή του τρένου ή εκείνες των επιθέσεων στο εν κινήσει αυτοκίνητο.
Η εκρηκτική ενέργεια του πρώτου μισαώρου, όμως, γρήγορα εξαντλείται και οι σκοτεινές πινελιές, όπως και το κέφι του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Μποάζ Γιακίν για ευρηματική προσέγγιση και η υπόσχεση για κάτι άνω του μετρίου, δίνουν την θέση τους σε μια μάλλον συμβατική απεικόνιση άφθονου ξύλου και των σκοτωμών.
Ο Τζέισον Στέιθαμ, πάντως, ο πιο αξιόπιστος σταρ ταινιών δράσης εδώ και αρκετά χρόνια, είναι ο γνωστός εαυτός του στον γνωστό ρόλο που παίζει πάντα, και παίζει πολύ καλά, πείτοντας ως η απόλυτη μηχανή του θανάτου στην πιο αθλητική μεριά του ρόλου αλλά, περιέργως, κρατώντας αξιοπρεπώς και τις (λίγες) υποκριτικά απαιτητικές σκηνές της αρχής και την σχέση του με το μικρό κορίτσι, η οποία δίνει και τις (ελάχιστες) στιγμές χιούμορ.