Ενδιαφέρουσα αλλά άτσαλα ολοκληρωμένη κεντρική ιδέα και μερικές εξαιρετικές σκηνές σε μια βαθιά συγκινητική και ανθρώπινη ταινία, που όμως παραπατάει συχνά και καταλήγει άνιση.
Όπως οι καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας, η εξωπραγματική κεντρική ιδέα της "Αίσθησης του Έρωτα" (ο πληθυσμός της Γης χάνει ανεξήγητα μία-μία τις αισθήσεις του που πυροδοτούνται από, ή τουλάχιστον ακολουθούν, ανεξέλεγκτες συναισθηματικές εξάρσεις) λειτουργεί λιγότερο ως καθ'αυτό μυστήριο και περισσότερο ως αφορμή για εξερεύνηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, πώς βιώνουμε τον κόσμο, πώς η ζωή μας ορίζεται από τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε και, τελικά, πώς θα ήταν η ζωή μας αν αυτά σιγά-σιγά φτώχαιναν. Μένοντας, έτσι, μακριά από τον αδιάλλακτα επιστημονικό ρεαλισμό του πρόσφατου “Contagion” και στοχεύοντας στο πιο λυρικό ύφος ταινιών όπως το “Περί τυφλότητας” ή τα “Παιδιά των Ανθρώπων”, η “Αίσθηση του Έρωτα” ενδιαφέρεται περισσότερο για τις ποιητικές αλληγορίες που αναπόφευκτα προκαλεί μια τόσο χαρακτηριστική και αινιγματική πάθηση, παρά για την εκλογίκευση της εξάπλωσής της ή την καταγραφή των ρεαλιστικών συνεπειών αν ποτέ αυτή γινόταν πραγματικότητα.
Το αποτέλεσμα είναι ένα φοβερά άνισο μίγμα, που παντρεύει ένα σχετικά χλιαρό κεντρικό ρομάντζο με μερικές συγκλονιστικές ιδέες και σκηνές, για να καταλήξει σε μια προβληματική αλλά και βαθιά ουσιαστική ματιά πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Η απόπειρα της ταινίας να βάλει τον Έρωτα στο κέντρο των πάντων είναι κατανοητή αλλά τελικά μάλλον αποτυχημένη, εξαιτίας των δύο κλισέ χαρακτήρων, που πλησιάσουν επικίνδυνα στον άγαρμπο συμβολισμό - και οι δύο συναισθηματικά απόμακροι και τραυματισμένοι, αρχίζουν να έρχονται κοντά όταν η απώλεια των αισθήσεων απομακρύνει εκ των πραγμάτων τους ανθρώπους.
Αντίθετα, η μελαγχολική αφήγηση των σκηνών-κολλάζ από εικόνες ανθρώπων να αντιμετωπίζουν την πανδημία, ή λιγότερο βεβιασμένες σε σχέση με την ερωτική ιστορία ιδέες ιντριγκάρουν με πολύ πιο φυσικό τρόπο και, ενώ η θέση της επιστήμονα Σούζαν μένει ανεκμετάλλευτη δραματουργικά, η ταινία χρησιμοποιεί πολύ πιο ουσιαστικά και συγκινητικά το εστιατόριο στο οποίο δουλεύει o Μάικλ του ΜακΓκρέγκορ, για να απεικονίσει το κυριότερο φιλοσοφικό επιχείρημά της: όπως οι πελάτες συνεχίζουν να επισκέπτονται το εστιατόριο ακόμα και αν δεν μπορούν πια να γευτούν, απλά και μόνο για την ανάμνηση της εμπειρίας ή για την συντροφιά, οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να προσαρμόζονται σε όσους νέους κόσμους κι αν χρειαστεί - “η ζωή συνεχίζεται”.
Χριστίνα Λιάπη