Τα καλοκαίρια μας στην Υδρα με τον Λέοναρντ Κοέν [vds+photos]

13.11.2016
Λογοτέχνης, συνθέτης, τραγουδιστής και μέγας λάτρης της Ελλάδας, ο Λέoναρντ Κοέν έφυγε σε ηλικία 82 ετών. Ο Καναδός καλλιτέχνης σε συνέντευξή του πριν από περίπου έναν μήνα είχε προϊδεάσει τους θαυμαστές του για το μοιραίο.

«Είμαι έτοιμος να πεθάνω. Ελπίζω να μη γίνει δύσκολα. Κάπου εδώ είναι το τέλος για μένα» είχε δηλώσει στο «New Yorker». Η παγκόσμια μουσική θρηνεί τον χαμό του, το ίδιο και η Υδρα, το νησί που αγάπησε και πέρασε τα ωραιότερα χρόνια της ζωής του. Και ενώ ακόμη αντηχεί η χαρακτηριστική βραχνή φωνή του να ερμηνεύει γνωστά τραγούδια του όπως το «Dance Me to the End of Love» και το «Hallelujah», εκείνος έχει ήδη συναντήσει τον μεγάλο του έρωτα, τη Μαριάν Ιλεν, η οποία έφυγε από τη ζωή πριν από περίπου τρεις μήνες.

Η απώλεια

Ο Κοέν ήταν εβραϊκής καταγωγής και γεννήθηκε στο Μόντρεαλ το 1934. Ο πατέρας του ήταν ευκατάστατος έμπορος υφασμάτων, τον οποίο δυστυχώς έχασε όταν ήταν έξι ετών. Η απώλειά του τον σημάδεψε για όλη του τη ζωή. Εφηβος έμαθε κιθάρα και έγινε μέλος του γκρουπ Buckskin Boys, που έπαιζε μουσική κάντρι. Φοιτητής ακόμα στο Πανεπιστήμιο McGill εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα, που τον έκαναν γνωστό στους καναδικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Οταν ήρθε στην Ελλάδα το 1960 ήταν ήδη γνωστός ποιητής και λογοτέχνης, αλλά όχι ακόμα διάσημος τραγουδιστής. Ο ίδιος περιέγραψε το 1991, σε μια συνέντευξη στο περιοδικό «Les Inrockuptibles», το πώς βρέθηκε στη χώρα μας. Είναι Απρίλιος του 1960 και περπατά στο Λονδίνο. Στη βρετανική πρωτεύουσα είχε φτάσει πριν από κάποιους μήνες, αναζητώντας νέες εμπειρίες. Βρέχει ακατάπαυστα και εκείνος νιώθει μεγάλο πόνο γιατί λίγο νωρίτερα είχε βγάλει ένα δόντι.

«Μπροστά μου συναντώ την Τράπεζα της Ελλάδος. Μπαίνω και βλέπω έναν υπάλληλο αρκετά μαυρισμένο, τον ρωτάω λοιπόν: ''Τι καιρό κάνει στην Ελλάδα;'' και εκείνος μου απαντά: ''Είναι άνοιξη''. Δύο ημέρες αργότερα έφευγα για την Ελλάδα». Ο Υδραίος σκηνοθέτης Παναγιώτης Ράππας περιγράφει στο «Εθνος» τη γνωριμία του με τον μεγάλο καλλιτέχνη: «Την ημέρα που γεννήθηκα, στις 29 Σεπτεμβρίου 1960, είναι η ημέρα που ο Κοέν αγόρασε το σπίτι στην Υδρα, ένα όμορφο οίκημα του 19ου αιώνα στην περιοχή Χίλαρι με θέα το βουνό και τα σπίτια του νησιού. Ημουν παιδάκι και τον έβλεπα να περπατά στα σοκάκια. Ολοι τον φώναζαν Λεονάρδο. Προσωπικά τον γνώρισα πρώτη φορά το 1975, όταν ήμουν 15 ετών, στο σπίτι του δασκάλου μου στη ζωγραφική Μάριου Λοϊζίδη. Ο Μάριος ήταν στενός του φίλος και μια μέρα τούς βρήκα μαζί με παρέα να πίνουν ρετσίνα και τον Κοέν να παίζει κιθάρα και να τραγουδά. Εκτοτε τον συνάντησα κάποιες φορές ακόμα. Ηταν ένας απλός και καταδεκτικός άνθρωπος. Πάντοτε ήταν ντυμένος κομψά, θα έλεγα συντηρητικά, με υφασμάτινο παντελόνι. Ποτέ δεν τον είδαμε να φορά τζιν ή βερμούδα. Ηταν χαμηλών τόνων και διέθετε λεπτό χιούμορ. Μιλούσε με έξυπνο τρόπο για τα πιο απλά, καθημερινά πράγματα».

Το σπίτι στο νησί το αγόρασε 1.500 δολάρια, χρησιμοποιώντας κάποια χρήματα που του είχε αφήσει κληρονομιά η γιαγιά του. Οπως δήλωσε αργότερα, αυτή ήταν η πιο έξυπνη απόφαση που πήρε ποτέ στη ζωή του.

Στην Υδρα ο Κοέν ανακάλυψε τον ελληνικό τρόπο ζωής, εδώ έγραψε μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα και τραγούδια του και εδώ συνάντησε τον μεγάλο του έρωτα, τη Νορβηγίδα καλλονή Μαριάν Ιλεν. Τη γνώρισε σε ένα παντοπωλείο και έγιναν ζευγάρι. Επί δέκα χρόνια η Μαριάν και ο γιος της Αξελ μοιράστηκαν τη ζωή του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, από τα οποία τα επτά (από το 1960 έως το 1967) τα πέρασαν στην Υδρα. Για εκείνη ο Κοέν έγραψε τα τραγούδια «So Long, Marianne» και «Bird on the Wire».

Ο κύκλος του

«Καταλάβαινε τα ελληνικά αλλά μιλούσε λίγο, γιατί στο νησί τη δεκαετία του '60 ζούσαν μόνιμα 600 ξένοι κάτοικοι, οι οποίοι μιλούσαν αγγλικά.

Στενοί του φίλοι ήταν ο Ελληνοαμερικανός καλλιτέχνης Δημήτρης Γκασούμης, ο οποίος τον είχε βοηθήσει να βρει το σπίτι, ο Αγγλος ζωγράφος Αντονι Κίσμιλ, ο Αυστραλός συγγραφέας Τζορτζ Τζόνστον κ.ά.

Εργαζόταν για πολλές ώρες και είχε αυστηρό πρόγραμμα όσον αφορά τη δουλειά. Συνέχισε να επισκέπτεται την Υδρα και τη δεκαετία του '70 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80. Τον συνάντησα ξανά ένα καλοκαίρι στα τέλη της δεκαετίας του '90.

Το σπίτι το κράτησε και συνεχίζουν να έρχονται σήμερα τα παιδιά του, ο Ανταμ και η Λόρκα (τα οποία απέκτησε με τη Σούζαν Ελροντ). Μάλιστα ο Ανταμ είναι μουσικός, λατρεύει το νησί και κάθε καλοκαίρι βρίσκεται εδώ» αφηγείται ο κ. Ράππας και προσθέτει: «Τον συναντούσα στο μπαρ ''Πειρατής'' και στην ταβέρνα του Ντούσκου για την οποία έγραψε το ποίημα "Dusko's Taverna".

Ομως και διάφορα άλλα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την Ελλάδα. Οταν στα μέσα της δεκαετίας του '70 ήρθε να τον επισκεφθεί η μητέρα του, την πήγε στο Ηρώδειο να ακούσει τον Θεοδωράκη, ο οποίος ήταν αγαπημένος του συνθέτης. Η μητέρα του κουρασμένη αποκοιμήθηκε και αυτό αποτέλεσε το έναυσμα να γράψει το ποίημα "My mother asleep". Η τελευταία του δουλειά περιλαμβάνει και ελληνικά μουσικά ακούσματα, ενώ χρησιμοποιεί το μαντολίνο» καταλήγει ο Παναγιώτης Ράππας.Το μυθιστόρημα «Beautiful Losers» («Θαυμάσιοι αποτυχημένοι», 1966), με το οποίο γνώρισε την παγκόσμια επιτυχία ως συγγραφέας, γράφτηκε στην Υδρα. Ωστόσο το 1967 αποφάσισε να εγκατασταθεί στις ΗΠΑ για να αφοσιωθεί στη μουσική.

Ο Υδραίος Γιάννης Αρμαδούρος τον γνώριζε από παιδί και μιλώντας στο «Εθνος» περιγράφει άγνωστες πτυχές του:

«Οι γονείς μου, Κυριάκος και Ευαγγελία, συντηρούσαν το σπίτι και τον κήπο του στην Υδρα. Τον γνωρίζω από μικρός, μεγάλωσα μαζί του. Τα σπίτια μας είναι κολλητά, μας χωρίζει μόνο ένας τοίχος. Λάτρευε τον κήπο του με τις πορτοκαλιές και τις λεμονιές. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου του φύτεψε ένα κλήμα και όταν εκείνο έβγαλε σταφύλια ο Λεονάρδος ευχαριστήθηκε πολύ. Οσο καιρό έμενε στο νησί ζητούσε από τη μητέρα μου να του μαζεύει χόρτα από το βουνό και να του μαγειρεύει ψάρι. Ηταν το αγαπημένο του φαγητό. Tου άρεσε το ελληνικό κρασί, το βαρελίσιο... Για μπάνιο πήγαινε στο Καμίνι. Κάποια πρωινά κατέβαινε στο ζαχαροπλαστείο ''Τσαγκάρης'' για να πιει ελληνικό καφέ. Μετά δούλευε για πολλές ώρες κλεισμένος στο σπίτι. Το βράδυ, αν δεν περνούσε κάποιος φίλος του, φώναζε τον πατέρα μου και πήγαιναν μαζί στα ταβερνάκια. Αν έβρισκε κιθάρα, τραγουδούσε. Καμιά φορά έπαιρναν και μένα μαζί τους. Μας έλεγε πως εδώ ηρεμούσε, έβρισκε γαλήνη. Συνήθως ερχόταν το καλοκαίρι ή το Πάσχα. Ηταν απλός, καταδεκτικός, από τους πιο γλυκούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει».

Το 2010 του απονεμήθηκε τιμητικό Γκράμι για το σύνολο της προσφοράς του. Επηρέασε πολλούς μουσικούς και του αποδόθηκαν τιμές, όπως η εισαγωγή του στο Rock & Roll Hall of Fame και η απονομή του μεταλλίου Order of Canada, της δεύτερης υψηλότερης διάκρισης σε πολίτη του Καναδά.

Ο καλύτερος επίλογος είναι τα δικά του λόγια, όταν κάποια στιγμή είχε αναφερθεί στο αγαπημένο του νησί, την Υδρα:«Ορκίζομαι ότι εδώ μπορώ να γευτώ τα μόρια που χορεύουν στα βουνά. Τούτο το φως έχει κάτι έντιμο και φιλοσοφικό. Δεν σ’αφήνει να προδώσεις τη διάνοιά σου, ενώ συνάμα καλεί την ψυχή σου σε γλεντοκόπι...».

ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ