Οι θεατές – ήταν sold out η περφόρμανς- άλλοι οκλαδόν στο πάτωμα, άλλοι όρθιοι, γίναμε «μάρτυρες» ενός αλλόκοτου θεάματος που κατάφερε να μας κάνει να νιώσουμε πολύ περίεργα και πιο αμήχανα ακόμη και από το ακραίο «Περί της έννοιας του προσώπου του Υιού του Θεού» που είχαμε δει το 2011 στο Φεστιβάλ Αθηνών (επρόκειτο για την παράσταση στην οποία ένας ηλικιωμένος άντρας βασανιζόταν από ακράτεια και διαρκείς κενώσεις εντέρου, ενώ ο γιος του στωικά και αδιαμαρτύρητα τον καθάριζε και τον φρόντιζε ασταμάτητα).
Ο πρώτος εκ των τριών πρωταγωνιστών ο Sergio Scarlatella στο ρόλο του αινιγματικού …φσκι μιλούσε εκφέροντας το λόγο του Σαίξπηρ, ενώ παράληλα είχε εισάγει μέσω της μύτης του μια ενδοσκοπική κάμερα που μαγνητοσκοπούσε τις φωνητικές του χορδές, το λάρυγγα και τα εσωτερικά του όργανα και ταυτόχρονα όλα αυτά προβάλλονταν μ' έναν προτζέκτορα σ΄ένα λευκό τοίχο. Και ναι, μπορεί με την περφόρμανς αυτή ο σημαντικός σκηνοθέτης να μελετά το πώς ο αέρας μετασχηματίζεται σε ήχο, αλλά η τόση γλαφυρότητα στην αναπαράσταση αυτής της διαδικασίας ήταν αν μη τι άλλο αποκρουστική.
Ο δεύτερος πρωταγωνιστής, ο Gianni Plazzi, ήταν κυριολεκτικά συγκλονιστικός. Υπερήλικας, φορώντας έναν κατακόκκινο μανδύα ενσάρκωσε τον ομιλούντα μέσω των κινήσεών του, Ιούλιο Καίσαρα. Κάθε του κίνηση συνοδευόταν από θροϊσματα αέρα, η δυναμική των οποίων εναλλασσόταν διαρκώς. Όλη η κινησιολογία του ήταν εξαιρετικά επιβλητική και άκρως «ομιλούσα».
Ο τρίτος πρωταγωνιστής, Dalmazio Masini, είχε υποστεί εγχείρηση αφαίρεσης λάρυγγα και μιλούσε μέσω της τραχειοτομής του, εκφωνώντας σαν άλλος Μάρκος Αντώνιος τον επικήδειο λόγο του δολοφονημένου Ιούλιου Καίσαρα. Ελάχιστοι από τους ήχους που έβγαιναν έβγαζαν κάποιο νόημα, πάντα βέβαια υπήρχε η βοήθεια των υπερτίτλων.
Συμπέρασμα; Ο Καστελούτσι επέλεξε τρεις παράδοξους τρόπους δημιουργίας, εκφοράς, αλλά και απουσίας του λόγου για τρία σπαράγματα του Ιούλιου Καίσαρα. Προσπάθησε να αντιπαραβάλλει με τον δικό του αιρετικό τρόπο τη ρητορική του λόγου με αυτή του σώματος. Αυτό από μόνο του έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πόσο μάλλον αφού συνδυάστηκε από μία σχεδόν άψογη εικονοκλαστική αισθητική. Μόνο που εδώ, ο αμιγώς αυτός πολιτικός και λόγος του έργου δεν ήχησε ποτέ στα αφτιά μας. Πνίγηκε μέσα στον πρωτότυπο αυτόν πειραματισμό, που θα μας άφηνε τελείως ασυγκίνητους αν δεν υπήρχε η τελευταία ατμοσφαιρική και υψηλής αισθητικής σκηνή με τους φωτεινούς λαμπτήρες να θρυμματίζονται ο ένας μετά τον άλλον. Απαισιόδοξος μεν επίλογος, αλλά απόλυτα ρεαλιστικός.
Γεωργία Οικονόμου