Η «Προδοσία» παρακολουθεί τη δεκαετή διαδρομή της ερωτικής σχέσης ενός άντρα (Τζέρρυ) με τη σύζυγο του καλύτερου του φίλου (Έμμα και Ρόμπερτ). Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία των τριών ηρώων του μέσα από εννέα, σύντομες σκηνές, χρησιμοποιώντας μια ευφυή ανατροπή: οι σκηνές ακολουθούν ανεστραμμένη χρονολογική σειρά. Το έργο ξεκινά με τη συνάντηση των δύο πρώην εραστών, δύο χρόνια μετά τη διακοπή του δεσμού τους και πηγαίνει πίσω στο χρόνο, για να καταλήξει τη μέρα που ξεκινά ο «παράνομος» δεσμός τους, δέκα χρόνια πριν.
O Γιάννης Μόσχος έδωσε άλλη πνοή στο αγαπημένο πιντερικό αυτό έργο, καθώς «πήρε» κοινό και πρωταγωνιστές από τη θεατρική σκηνή και έκανε μία ξεχωριστή περιήγηση στους όμορφους χώρους του Δημοτικού Θεάτρου, τοποθετώντας τη δράση του έργου σε διαφορετικά κάθε φορά μέρη: στο μπαρ, στη σκάλα, στην αίθουσα εκθέσεων, εκεί όπου έστησε την ερωτική φωλιά του Τζέρυ και της Έμμα, αλλά και στην άδεια κεντρική σκηνή, μ' εμάς το κοινό να τους κοιτάμε αφ΄ υψηλού από τα θεωρεία του θεάτρου. Κάπως έτσι νιώσαμε πως κρυφοκοιτούσαμε τις ζωές τριών ανθρώπων που ζουν στο διπλανό διαμέρισμα ή κάθονται στο διπλανό τραπέζι και κάπως έτσι ο καθένας στο δικό του επίπεδο κατάφερε να ταυτιστεί μαζί τους και να ανατρέξει τις προσωπικές του προδοσίες. Κάπως έτσι και οι τρεις πρωταγωνιστές τέθηκαν στο μικροσκόπιο του σκηνοθέτη και ψυχογραφήθηκαν άριστα. Τελικά, το ερώτημα που ανέκυψε ήταν το ποιος τελικά έκανε την Προδοσία. Στο ερωτικό αυτό τρίγωνο, όλοι έχουν προδώσει και όλοι έχουν προδοθεί. Δεν υπάρχει αθώος.... Την απάντηση έδωσε ξεκάθαρα η πολύ εύστοχη επιλογή του τραγουδιού του David Bowie «Αbsolute Βeginners», που ακούγεται είτε από τα στόματα των ηθοποιών είτε στο τέλος από τα μεγάφωνα δίνοντάς τους έτσι μία πρωτότυπη άφεση αμαρτιών. Γιατί τελικά μπροστά στον έρωτα είμαστε όλοι...αρχάριοι.
Η πρωταγωνιστική τριάδα ήταν πέρα για πέρα ιδανική. Mε εξαιρετική χημεία μεταξύ τους, «έπαιζαν» με παύσεις, έντονα βλέμματα και κινησιολογία και παρά το περιηγητικό στοιχείο της παράστασης, δεν «βγήκαν» ποτέ ούτε στο ελάχιστο από τους ρόλους τους. Ο Γιώργος Γλάστρας έδωσε μία καταπληκτική ερμηνεία στο ρόλο του Ρόμπερτ, καθώς απέδωσε με απόλυτη πειστικότητα τον φλεγματικό Βρετανό σύζυγο, του οποίου η γυναίκα τον απατά με τον καλύτερό του φίλο. Αρκούντως ειρωνικός, αυτοσαρκάζεται και ισορροπεί άριστα στις εξάρσεις του στους διαλόγους με τον κολλητό του Τζέρρυ. Εξαιρετική η Μαρία Σκουλά στο ρόλο της Εμμας, καθώς μας χάρισε μία απολύτως ολοκληρωμένη ερμηνεία εκμεταλλευόμενη όλα τα εκφραστικά της μέσα (κυρίαρχο το βλέμμα της). Ο Νίκος Ψαρράς στο ρόλο του Τζέρρυ βρίσκεται σε μία από τις πιο δυνατές στιγμές της καριέρας του. Δυναμικός, αλλά και εύθραυστος ταυτόχρονα, προσπαθεί και αυτός να βρει τις προσωπικές του ισορροπίες… μάταια.
Αξίζει να δει κάποιος την παράσταση αυτή; Εξυπακούεται γιατί πρόκειται για μία αξιόλογη θεατρική εμπερία. Σπάνια βλέπουμε τόσο ιδιαίτερες παραστάσεις με τόσο καλούς συντελεστές.
Γεωργία Οικονόμου
[email protected]