Είδαμε τη Μισαλλοδοξία στη Στέγη [και ο δρόμος προς τον πλησίον είναι πολύ μακρύς]

22.01.2016
Την πολυαναμενόμενη “Μισαλλοδοξία” υπό τα σκηνοθετικά ηνία της Ιούς Βουλγαράκη παρακολουθήσαμε στην πρεμιέρα της στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Πηγή έμπνευσης της παράστασης το ομώνυμο θρυλικό σπονδυλωτό και βωβό αριστούργημα του D.W. Griffith (1916), μία ταινία για την οποία έχει ειπωθεί πως μπορεί κάλλιστα να σταθεί δίπλα στην 5η Συμφωνία του Μπετόβεν και στα αριστουργήματα του Μιχαήλ Άγγελου.

Στη δική της «Μισαλλοδοξία», η Ιώ Βουλγαράκη δραματοποιεί μόνο την τελευταία από τις τέσσερις ιστορίες της ταινίας, στην οποία ένας αθώος καταδικάζεται για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε ποτέ, με φόντο τον άγριο καπιταλισμό και πουριτανισμό της Αμερικής του 1914-15.

Η σκηνοθέτις πήρε ένα μεγάλο ρίσκο επιλέγοντας να ανεβάσει την παράσταση αυτή χωρίς καθόλου λόγια, ρίσκο που – ευτυχώς- της ¨βγήκε” απόλυτα, καθώς κατάφερε όχι μόνο να διηγηθεί άρτια μέσω της προσωπικής της οπτικής την ιστορία του Griffith, αλλά και να την μεταφέρει εύστοχα στο σήμερα. Στιγμή δεν νιώσαμε πως παρακολουθούμε μία βωβή παράσταση που γράφτηκε έναν αιώνα πριν. Τουναντίον, ακούγαμε τους ηθοποιούς να κραυγάζουν μέσα στην απελπισία τους, πασχίζοντας και κυριολεκτικά αγκομαχώντας να συνυπάρξουν με τους υπόλοιπους επί ίσοις όροις. Οι σιωπές της παράστασης αυτής την έκαναν να πάλλεται αλλόκοτα στο σήμερα και ταυτόχρονα συνέστησαν μια απόλυτα νέα μορφή θεατρικής αφήγησης. Μία αφήγηση χωρίς λόγια, όπου “μιλά” η μουσική και τα σώματα των ηθοποιών, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι ηθοποιοί εκφράζονται μέσω του χορού ή επιδίδονται σε υπερβολικούς εκφραστικούς μορφασμούς. Εννοούμε πως μιλούν με την ίδια τους την ύπαρξη….

Είναι τόσο δύσκολο να συμπονέσουμε ο ένας τον άλλον; Είναι τόσο δύσκολο να συνυπάρξουμε; Ναι, και αυτό το κατανοήσαμε στο μέγιστο βαθμό από τον τρόπο που αποκωδικοποιήθηκε η ιστορία της «Μισαλλαδοξίας». Γιατί όσο “ανοιχτοί” και αν νομίζουμε πως είμαστε ως μονάδες, βαθιά μέσα μας αντιπαθούμε ό,τι διαφορετικό, γι΄αυτό και αναλωνόμαστε σ΄ ένα διαρκή εμφύλιο με τον «άλλο», έναν εμφύλιο που νικητής είναι αυτός που θα “πλάσει” το φίλο ή σύντροφό του καθ΄ ομοίωσίν του. Συνεπώς, η Μισαλλοδοξία είναι και θα είναι πανταχού παρούσα στο βάθος των χρόνων, των λαών και των ατόμων. Και το ερώτημα «“Εμείς” ή οι “άλλοι”» θα μας ταλανίζει πάντα. Γιατί; Γιατί αυτή είναι η ανθρώπινη φύση.

Μοναδική εξαίρεση στην ύπαρξη της Μισαλλοδοξίας; Η στιγμή που ερωτεύεσαι κάποιον, η στιγμή που δεν βλέπεις στον άλλο τίποτα αρνητικό, τίποτα κακό. Γιατί όσο διαρκεί αυτό το συναίσθημα, δέχεσαι τον άλλο όπως ακριβώς είναι, δε θες να του αλλάξεις τίποτα. Η σκηνή που το αγόρι του έργου ερωτεύεται το κορίτσι είναι μία από τις ομορφότερες στιγμές που έχουμε δει εδώ και πολλά χρόνια στο θεατρικό σανίδι. Αυτό το πάγωμα του χρόνου και η έκρηξη συναισθημάτων εν μέσω ενός κοινωνικού χαμού, έτσι όπως παρουσιάστηκε μόνο με έργο τέχνης μπορούμε να την παρομοιάσουμε.

Σύμμαχοι της παράστασης αυτής; Το εικαστικό περιβάλλον της, ένα περιβάλλον, μέσα στο οποίο οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου κλέβουν σχεδόν ολοκληρωτικά την παράσταση, αλλά και η μουσική σύνθεση του Θοδωρή Αμπαζή που όχι μόνο «έδεσε» απόλυτα με την ατμόσφαιρα της παράστασης, αλλά της προσέδωσε έναν ακόμη πιο ιδιαίτερο χαρακτήρα. Αυτά τα δύο στοιχεία επικάλυψαν και τα οποία αρνητικά της αφήγησης προέκυψαν.

Από τους ηθοποιούς της παράστασης, ξεχωρίσαμε καταρχάς τη Ναταλία Τσαλίκη που ενσάρκωσε με περίσσια φυσικότητα και σωματικότητα την κ.Τζένκινς, αποδεικνύοντας πως αποτελεί ανεξάντλητη πηγή υποκριτικής δύναμης. Εξαιρετική ήταν η Δέσποινα Κούρτη στο ρόλο του κοριτσιού, καθώς μας μετέφερε στα ενδότερα του εύθραυστου ψυχισμού της, αλλά και η Εύη Σαουλίδου στο ρόλο της ερωμένης του αρχηγού του υποκόσμου. Αντιστοίχως ο Αλέξανδρος Λογοθέτης ως αγόρι και ο Αργύρης Ξάφης στο διπλό του ρόλο (του κ. Τζένκινς και του αρχηγού υπόκοσμου) ήταν πολύ πειστικοί, μολονότι δεν νιώσαμε πως έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό. Το βλέμμα μας μαγνήτισε και η φιγούρα του Νίκου Χατζόπουλου στο ρόλο του πατέρα του κοριτσιού, ιδιαίτερα τη στιγμή της αποχώρισής του για τα ουράνια. Τέλος, ενώ αρχικά μας ξένισε η επιλογή της σκηνοθέτιδος την ομάδα των τεσσάρων πουριτανών γυναικών να τις ενσαρκώσουν άνδρες, στην πορεία το συνηθίσαμε και σ΄έναν βαθμό το επικροτήσαμε, γιατί μέσω αυτής αιωρήθηκε ένα είδος έντονου σαρκασμού προς αυτήν την κοινωνική ομάδα.

Αξίζει να δει κάποιος τη Μισαλλοδοξία; Απόλυτα. Γιατί τελικά μπορείς να αφηγηθείς πολύ περισσότερα πράγματα χωρίς να μιλάς. Και αυτή η παράσταση το κάνει πράξη αυτό μέσω έξοχων συμβολισμών που πήραν σάρκα και οστά με μοναδικό τρόπο στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. .

Γεωργία Οικονόμου

georgia,[email protected]