Σε ηλικία 8 ετών ακούει για μια θεατρική σκηνή που λειτουργεί στην πόλη και από παιδική περιέργεια διεκδικεί ένα ρόλο στο παιδικό θέατρο της Μαίρης Σοΐδου (1962), ενώ την επόμενη χρονιά έπαιξε στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του θιάσου Μυράτ - Ζουμπουλάκη. Έχοντας από τόσο μικρή αποφασίσει τι θέλει να σπουδάσει, γράφεται στη δραματική σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, ταυτόχρονα σπουδάζει αρχαιολογία ενώ ασχολείται και με τον χορό. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της συμμετείχε σε πολλές παραστάσεις, κυρίως αρχαίου δράματος του Κ.Θ.Β.Ε.
Τώρα συμμετέχει σε μία παράσταση που σηματοδοτεί την πρώτη συνεργασία της Τάνιας Τσανακλίδου με την bijoux de kant και την επιστροφή της στο Θέατρο Τέχνης ύστερα από 40 χρόνια.
Ο λόγος για το νέο έργο του Άκη Δήμου «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα», εμπνευσμένο από την εμβληματική νουβέλα του Ιωάννη Κονδυλάκη «Πρώτη Αγάπη» (1919).
Λίγα λόγια για την παράσταση
Ένα αγόρι μεγαλώνει σ’ ένα ορεινό χωριό της Κρήτης, καθώς ο 19ος αιώνας τελειώνει. Ψηλά στο βουνό, μα με το βλέμμα στραμμένο στη θάλασσα, αναμετριέται με την αποκάλυψη των επιθυμιών του. Διχάζεται, ταλαντεύεται, τρομάζει, αντιστέκεται και ενδίδει ακολουθώντας το εκκρεμές της καρδιάς και τις γραμμές του ιδρώτα στην παλάμη του. Ανατριχιάζοντας και τρέμοντας, μετρώντας μυστικά και φιλιά, τάζοντας όλα του τα χάδια στις ενοχές του για να σωπάσουν: έτσι πάει. Ο έξω κόσμος υποχωρεί σιγά σιγά, για να κερδίσει ο άλλος κόσμος, ο κόσμος των θεών και των διαταγών τους, του λαχανιάσματος και των αναφιλητών, των ονείρων και των ματαιώσεών τους, της αμαρτίας και της εξιλέωσης, των αισθημάτων και των αισθήσεων. Μια πάμφωτη Κόλαση χτίζεται με τα υλικά ενός χαμένου Παράδεισου – χώματα τα πιο πολλά, για μια στιγμή ανθισμένα, μετά άγονα. Ένας λαβύρινθος σαν κήπος κρεμαστός που αιωρείται πάνω από τ’ ανθρώπινα κι ένας Μινώταυρος που τα περιγελάει. Όπως και να την πεις, η ιστορία του Γιωργή σε περιγράφει.
Με όχημα την «Πρώτη Αγάπη» του Ιωάννη Κονδυλάκη και με στοίχημα την ποιητική διαχρονία της γλώσσας ως ακριβού και αναντικατάστατου αγωγού του αισθήματος, το «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα» παρακολουθεί βήμα βήμα τη μεταμόρφωση ενός θαύματος σε εφιάλτη, το πάθος να τρέχει ξέφρενο μέχρι το χείλος της απόγνωσης και τον έρωτα να πέφτει σ’ έναν βαθύ γκρεμό για να βυθιστεί εκεί όπου κανένα πειρατικό δεν θα τον ψάξει.
Μια παραλλαγή σε μια εμβληματική νουβέλα της ελληνικής λογοτεχνίας και, ταυτόχρονα, μια συμφωνία για τέσσερα πρόσωπα ενορχηστρωμένη από το φάντασμα της αδύνατης Αγάπης. Ίσως γιατί «όποιος δεν γεμίζει τον κόσμο του με φαντάσματα, μένει μονάχος». Και γιατί οι λυγμοί είναι η καλύτερη μουσική για τους άδοξους έρωτες. -