Τον Βυσσινόκηπο του Αντόν Τσέχοφ. Από το πρόγραμμα κιόλας της παράστασης ήταν αισθητό πως η προσέγγιση του Καραθάνου θα ήταν εξόχως ξεχωριστή, καθώς στο εξώφυλλο δεσπόζει ένας έγκυος… Μίκυ. Αυτόν, λοιπόν, τον πολυσυζητημένο, Βυσσινόκηπο, παρακολουθήσαμε στην πρεμιέρα του στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και η αλήθεια είναι ότι μετά την παράσταση τα συναισθήματά μας ήταν εξαιρετικά ανάμεικτα.
Ναι, η σύλληψη του Νίκου Καραθάνου να κλείσει τους ήρωες του Βυσσινόκηπου σε μία μεσαιωνική ποντικότρυπα ήταν όντως πολύ έξυπνη και λειτουργική. Και αυτό γιατί οι τσεχοφικοί ήρωες είναι όντως ασφυκτικά κλεισμένοι στο μικρόκοσμό τους, αδυνατούν να δουν την πραγματικότητα, αρνούνται να αποδεχτούν την αλλαγή και τελικά δεν κάνουν τίποτα. Κλεισμένοι σαν τα ποντίκια στη φωλιά τους, με χαραμάδες μόνο φωτός στη ζωή τους και άπειρες αυταπάτες, δεν θέλουν να καταλάβουν πως ο κόσμος αλλάζει. Έτσι, μέσα σε μία ξέφρενη γιορτή απώλειας… χάνουν τον Βυσσινόκηπο. Το ίδιο ενδιαφέρον στάθηκε και το γεγονός ότι οι δύο πρωταγωνίστριες (Γαλήνη Χατζηπασχάλη και Έμιλυ Κολιανδρή) βρίσκονταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, γιατί κυοφορούν το καινούριο, την πολυπόθητη αλλαγή, την αλήθεια, το ρεαλισμό, τη σωτηρία τους…. Χαϊδεύουν τις κοιλιές τους με προσμονή και ξεχωριστό ενθουσιασμό, γιατί νιώθουν πως σε λίγο θα απελευθερωθούν από τα δεσμά που τις κρατούν δεμένες με το παρελθόν. Και, ναι, το μεγαλειώδες τέλος, που επέλεξε να μας χαρίσει ο Καραθάνος, έρχεται να τους λυτρώσει όλους, αποδομώντας πλήρως το σκηνικό….
Αυτές οι δύο καινοτόμες εισηγήσεις του σκηνοθέτη στο κλασικό κείμενο του Τσέχωφ, θα ήταν υπεραρκετές, καθώς αφενός μεν έδωσαν στην παράσταση ένα ξεκάθαρο στίγμα χαρίζοντάς της μία πρωτότυπη οπτική αφετέρου δε αυτόματα αποτέλεσαν έναν έξοχο διαχρονικό δίαυλο επικοινωνίας με το σήμερα. Δυστυχώς, όμως, ο Νίκος Καραθάνος δεν αρκέστηκε στα απαραίτητα. Προσέγγισε μεν το έργο ως «αιρετική κωμωδία μέσα σε ένα υπέροχο δράμα», αλλά κοιτάζοντας το δάσος του Βυσσινόκηπου, έχασε τελικά το… δέντρο και συνεπώς και το ευρύτερο νόημα.
Όχι, δεν μας ενόχλησε που έπαιξε με τις ηλικίες των ηθοποιών και των ηρώων - είδαμε την Λυδία Φωτοπούλου να υποδύεται την 17χρονη Άνια και τη νεαρή Δάφνη Πατακιά να ενσαρκώνει τον 87χρονο γέρο υπηρέτη- μπορεί να μην την κατανοήσαμε, αλλά δεν μας ενόχλησε τόσο η βραχνή φωνή του Γιάννη Κότσιφα, ούτε τα δεκάδες πράσα που έλιωσαν στη σκηνή διαχέοντας στην πλατεία της Στέγης την μυρωδιά τους, ούτε το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές κατέβαζαν εμμονικά σχεδόν τα παντελόνια τους.
Δεν καταλάβαμε ποτέ γιατί έπρεπε να δούμε τον Χρήστο Λούλη να τραγουδάει παράφωνα το «Αυτό το Μάμπο το Μπραζιλέρο», όπως και το γιατί έπρεπε να μιλάει με τη φωνή του Ντόναλντ ως Γιεπιχόντωφ (ίσως ο Γκούφη ταίριαζε περισσότερο στον γκαφατζή χαρακτήρα του) ούτε γιατί ο Θανάσης Αλευράς έπρεπε να υποβληθεί στη δοκιμασία τόσων πολλών μιμήσεων. Δεν καταλάβαμε, επίσης, γιατί έπρεπε να ακούσουμε τον ένθετο μονόλογο της γκουβερνάντας Λένας Κιτσοπούλου -όπου μάθαμε πως ένα κορίτσι λάστιχο έκανε στοματικό έρωτα στον ακροβάτη πατέρα της- και τις χωρίς ειρμό και νευρωτικές υπαρξιακές αναζητήσεις της ιδίας, που αναρωτιόταν διαρκώς ποια είναι και γιατί η ταυτότητά της είναι κενή. Και αυτό γιατί ο τσεχωφικός λόγος είναι μεν υπαρξιακός, αλλά σ΄ένα τελείως διαφορετικό, πιο εσωτερικό και πιο έμμεσο, επίπεδο. Αποκορύφωμα όλων η ατυχής είσοδος στη σκηνή του ελέφαντα Ηλία – που προφανώς επρόκειτο για έναν συμβολισμό βρετανικού τύπου «Elephant in the living room» - της προφανούς, δηλαδή, αλήθειας που εισβάλλει στη φωλιά των παγιδευμένων Μίκυ Μάους….
Τελικά το αποτέλεσμα ήταν τελείως άνισο, καθώς με όλες αυτές τις προσθήκες το έργο έχασε τη βασική του δυναμική και έγινε δύστροπο και προσιτό μόνο στους ευφάνταστους και καλά διαβασμένους θεατές. Και είναι πραγματικά κρίμα, γιατί στο σύνολό της η παράσταση και άποψη είχε και εξαιρετικά δουλεμένη ήταν από όλες τις πλευρές.
Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη ως Ρανιέβσκαγια έδωσε μία ανατριχιαστικά εσωτερική ερμηνεία, μία ερμηνεία που δικαίως την έχρισε την απόλυτη πρωταγωνίστρια της βραδιάς και προσέδωσε ακόμη μεγαλύτερο βάθος στη θεατρική της στόφα. Εξαιρετικός ως Γιεπιχόντωφ ο Χρήστος Λούλης, ανταποκρίθηκε έξοχα σε ότι και αν του ζητήθηκε, ενώ στο ίδιο επίπεδο κινήθηκαν υποκριτικά η Εμιλι Κολιανδρή, η Λυδία Φωτοπούλου, ο Μιχάλης Σαράντης και ο Νίκος Καραθάνος. Έκπληξη αποτέλεσε η νοσταλγική τσεχωφική παρουσία και ερμηνεία του Θανάση Αλευρά, που δυστυχώς, όμως, αδικήθηκε από τις σκηνοθετικές απαιτήσεις του Καραθάνου. Ο Αγγελος Τριανταφύλλου έδωσε το δικό του ξεχωριστό στίγμα με τις μουσικές του και με την ερμηνεία του ως Τροφίμοφ θα απογειωνόταν, αν τον χαρακτηριστικό μονόλογο του ήρωά του δεν τον εκφωνούσε μέσα από τον τεραστίων διαστάσεων ελέφαντα. Πιο αδύναμη και υπέρ του δέοντος στυλιζαρισμένη η Έλενα Τοπαλίδου στο ρόλο της Βάρια, της ψυχοκόρης. Η Η Λένα Κιτσοπούλου, τέλος, ερμηνευτικά ήταν άψογη, αλλά οι διάχυτες στην παράσταση πινελιές της ήταν αυτές που μας έκαναν να νιώσουμε αμήχανα.
Αξίζει να δει κάποιος τον κατά Καραθάνο Βυσσινόκηπο; Ναι, αλλά μόνο οι πολύ διαβασμένοι, οι υπολοιποι θα χαθούν στους δαιδαλώδεις σουρεαλιστικούς διαδρόμους της παράστασης.
Γεωργία Οικονόμου