Το προγραμματισμένο για τη Δευτέρα 14 Ιανουαρίου ρεσιτάλ του Βασίλη Τσαμπρόπουλου στο Μέγαρο Μουσικής, αναβάλλεται λόγω ασθενείας του καλλιτέχνη.
Οι θεατές που έχουν προμηθευτεί εισιτήρια μπορούν να τα επιστρέψουν στα Ταμεία του Μεγάρου για να πάρουν πίσω τα χρήματα τους.
Η νέα ημερομηνία του ρεσιτάλ θα ανακοινωθεί προσεχώς.
Ο Σεργκέι Βασίλιεβιτς Ραχμάνινοφ (1873-1943) εκτός του ότι υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους πιανίστες όλων των εποχών, ήταν αυτός που, μετά τον Λιστ, εξερεύνησε με τόλμη ως συνθέτης τις εκφραστικές δυνατότητες του πιάνου και διαμόρφωσε ένα εντελώς ιδιαίτερο προσωπικό ιδίωμα με άκρως δεξιοτεχνικές συνθέσεις που χαρακτηρίζονται από ευφάνταστο λυρισμό, πρωτοτυπία ως προς τη δομή τους και πλούσιο, σχεδόν ορχηστρικό, ηχόχρωμα. Ο Ραχμάνινοφ, που ήταν σύγχρονος του Γκλαζούνοφ, φίλος του Βλαντίμιρ Χόροβιτς και είχε επηρεαστεί έντονα από τους Τσαϊκόφσκυ και Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, προερχόταν από παλαιά οικογένεια Τατάρων αριστοκρατών, η οποία όμως είχε ξεπέσει τον 19ο αιώνα. Ήταν αριστούχος απόφοιτος του Ωδείου της Μόσχας όπου σπούδασε πιάνο και σύνθεση. Τα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας εργάστηκε επίσης ως μαέστρος στο Θέατρο Μπαλσόι αλλά και στο Λονδίνο. Το 1909 περιόδευσε ως πιανίστας στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση μετανάστευσε με την οικογένειά του αρχικά στην Σκανδιναβία, αργότερα στις Η.Π.Α., και κατόπιν στην Γαλλία, την Γερμανία και την Ελβετία. Ύστερα από μια περίοδο συνθετικής σιωπής, επανήλθε το 1926 στο προσκήνιο με αρκετά έργα μεγάλης κλίμακας, ενώ παράλληλα εμφανιζόταν και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ως σολίστ. Ωστόσο, μετά τον εκπατρισμό του, δεν ξαναέδωσε ποτέ ρεσιτάλ ή συναυλία στην πατρίδα του, αν και ο νόστος για την Ρωσία είναι έκδηλος σε πολλές από τις συνθέσεις του.
Το ρεσιτάλ του Βασίλη Τσαμπρόπουλου στο Μέγαρο θα αρχίσει με τις Παραλλαγές σε ένα θέμα του Corelli, έργο 42, οι οποίες γράφτηκαν το 1931 κατά τις διακοπές του Ραχμάνινοφ στην εξοχική του κατοικία στην Ελβετία. Οι Παραλλαγές είναι 20, βασίζονται στο θέμα La Folia του Ιταλού μπαρόκ συνθέτη Αρκάντζελο Κορέλλι (θέμα που είχε χρησιμοποιηθεί και από τον Φραντς Λιστ το 1863 στην «Ισπανική ραψωδία» του), και είναι αφιερωμένες στον φίλο του Ραχμάνινοφ και διακεκριμένο βιολονίστα Φριτς Κράισλερ. Ωστόσο, ο ίδιος ο συνθέτης δεν ήταν ικανοποιημένος με την απήχηση των παραλλαγών στον κόσμο. Τον Δεκέμβριο του 1931 έγραφε στον φίλο του και συνθέτη Νικολάι Μέντνερ: «Δεν κατάφερα ούτε μία φορά να παίξω όλες τις παραλλαγές συνεχόμενα. Με καθοδηγούσε ο βήχας του κοινού. Όποτε ο βήχας ήταν πιο έντονος, προχωρούσα στην επόμενη. […] Τέλος πάντων, ελπίζω εσύ να μπορέσεις να τις παίξεις όλες και χωρίς… βήχα!».
Όσο για τις Études-tableaux, έργο 39, αποσπάσματα (αρ. 1, 2, 3, 4, 5, 9) από τις οποίες θα παρουσιαστούν από τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο στο πρώτο μέρος του ρεσιτάλ του, φαίνεται πως ο Σεργκέι Ραχμάνινοφ τις αντιμετώπιζε… πιο θετικά. Σχετικά με αυτές τις «σπουδές-πίνακες», φέρεται να είχε δηλώσει: «Δεν πιστεύω στον καλλιτέχνη που αποκαλύπτει υπέρ το δέον τις εικόνες του. Αφήστε το κοινό να ζωγραφίσει μόνο του ό,τι υπαινίσσεται το έργο». Πάντως, όταν συνεργάστηκε με τον Ρεσπίγκι για την ενορχήστρωση κάποιων από αυτές τις σπουδές, εξήγησε στον Ιταλό συνάδελφό του ποιες ήταν οι πηγές έμπνευσής του. Ο Ραχμάνινοφ συνέθεσε το έργο 39 την περίοδο 1916-17, ενώ βρισκόταν ακόμα στην Ρωσία. Το ύφος των συγκεκριμένων σπουδών διαφοροποιείται αισθητά από αυτό των προηγούμενων, ενώ αυξάνεται και ο πήχης των τεχνικών απαιτήσεων, αφού οι θέσεις των χεριών είναι αντισυμβατικές και οι δακτυλισμοί υπερβατικής σχεδόν δυσκολίας. Επιπλέον, χρειάζεται μεγάλο σωματικό σθένος και φυσική αντοχή για να μπορέσει να αντεπεξέλθει ο ερμηνευτής στις εναλλαγές της συναισθηματικής διάθεσης της κάθε σπουδής.
Το δεύτερο μέρος του ρεσιτάλ θα αρχίσει με την Ελεγεία, έργο 3 αρ. 1. Είναι η πρώτη από το πενταμερές έργο Κομμάτια Φαντασίας για σόλο πιάνο που γράφτηκε από τον Σεργκέι Ραχμάνινοφ το 1892 και είναι αφιερωμένο στον καθηγητή αρμονίας του συνθέτη Άντον Αρένσκυ. Ωστόσο, ο τίτλος Κομμάτια Φαντασίας έχει σχέση περισσότερο με τις οπτικές ατμόσφαιρες που δημιουργεί το άκουσμα της μουσικής και όχι με τη φόρμα της φαντασίας ως είδους σύνθεσης της Ρομαντικής Εποχής.
Η Ελεγεία είναι το πρώτο από τα πέντε κομμάτια του έργου 3 και είναι γραμμένη σε αργό, μελαγχολικό και στοχαστικό ύφος. Θα ακουστεί επίσης το Πρελούδιο σε ντο δίεση ελάσσονα από την ίδια σύνθεση, μία από τις πιο διάσημες μελωδίες του Ρώσου συνθέτη, μαέστρου και βιρτουόζου του πιάνου.
Με το πρελούδιο αυτό άλλωστε θα αρχίσει και ο επίλογος της βραδιάς, που θα κλείσει με τα αποσπάσματα αρ. 1, 3, 5 και 7 από το έργο 23 και αρ. 9, 10, 11, 12 και 13 από το έργο 32.
Το έργο 23 (1901-3) αποτελείται από δέκα κομμάτια για σόλο πιάνο που ξεφεύγουν από την παραδοσιακή γραμμή των Μπαχ, Σκριάμπιν και Σοπέν και εξελίσσονται σε πολύπλοκες πολυφωνικές φόρμες αποτελώντας ίσως την κορωνίδα του ρομαντικού ιδιώματος του Ραχμάνινοφ, ο οποίος τότε εξερευνούσε τις τεχνικές, τονικές, αρμονικές, ρυθμικές και λυρικές δυνατότητες του πιάνου ως πληκτροφόρου αλλά και ως κρουστού οργάνου. Τέλος, το έργο 32 (1910), του οποίου ο πλήρης τίτλος είναι Δεκατρία πρελούδια, γράφτηκε το 1910. Το δημοφιλέστερο απόσπασμά του είναι το Πρελούδιο αρ. 10 σε σι ελάσσονα. Πηγή έμπνευσης για τον Ραχμάνινοφ αποτέλεσε ο πίνακας του Ελβετού συμβολιστή ζωγράφου Άρνολντ Μπέκλιν «Η επιστροφή», του οποίου το έργο ήταν ιδιαίτερα προσφιλές στον Ρώσο συνθέτη και πιανίστα.
Ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος είναι ένας πολύπλευρος καλλιτέχνης -πιανίστας, συνθέτης και μαέστρος- που, όπως έγραψαν οι Times της Νέας Υόρκης, «ακροβατεί με ιδιαίτερη άνεση ανάμεσα στην κλασική και τζαζ μουσική ως ένας γνήσιος διάδοχος του Κηθ Τζάρετ». Ως πιανίστας, ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος έχει ερμηνεύσει δεκάδες έργα της πιανιστικής φιλολογίας σε ρεσιτάλ και κοντσέρτα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κεντρικό άξονα του ρεπερτορίου του αποτελούν τα έργα των Μπετόβεν, Μότσαρτ και Σοπέν, αλλά και οι συνθέσεις της Ρώσικης Σχολής (έχει παίξει επανειλημμένα έργα Ραχμάνινοφ, Προκόφιεφ, Τσαϊκόφσκυ και Σκριάμπιν). Το 2009, ο Τσαμπρόπουλος, που έχει επαινεθεί για την πιστότητα των ερμηνειών του σε έργα Ραχμάνινοφ καθώς αυτές βασίζονται σε πολυετή μελέτη της εργογραφίας του μεγάλου Ρώσου πιανίστα και συνθέτη, έγινε δεκτός ως επίτιμο μέλος στην Διεθνή Εταιρεία Ραχμάνινοφ. Επιπλέον, την ίδια χρονιά, ο φημισμένος Έλληνας καλλιτέχνης έγινε αποδέκτης διθυραμβικών σχολίων ως σολίστ για την ερμηνεία του στα πρελούδια του Ραχμάνινοφ στο Λονδίνο, αλλά και ως μαέστρος για την προσέγγιση των συμφωνικών δημιουργιών του συνθέτη, ιδιαιτέρως, δε, της Δεύτερης Συμφωνίας. Ορόσημο στην πιανιστική σταδιοδρομία του Βασίλη Τσαμπρόπουλου αποτέλεσε η συνεργασία του με τον Βλαντίμιρ Ασκενάζυ και τη Φιλαρμονική του Λονδίνου στα κοντσέρτα του Μπετόβεν και του Ραχμάνινοφ.
Το άστρο του Βασίλη Τσαμπρόπουλου έλαμψε από τα παιδικά του χρόνια λόγω των εξαίρετων σολιστικών ικανοτήτων του. Έχει λάβει πολλές διακρίσεις σε διαγωνισμούς πιάνου και φοίτησε σε φημισμένες μουσικές σχολές του εξωτερικού, όπως η Τζούλλιαρντ της Νέας Υόρκης. Ως σολίστ, έχει συνεργαστεί με κορυφαία ευρωπαϊκά και αμερικανικά σύνολα, όπως η Φιλαρμόνια του Λονδίνου, η Φιλαρμονική της Τσεχίας, η Βασιλική Φιλαρμονική της Στοκχόλμης, οι Συμφωνικές της Βοστόνης, της Βαλτιμόρης, της Ιταλικής Ραδιοφωνίας, της Ραδιοφωνίας του Μονάχου και πολλές άλλες. Επίσης, το 2012 πραγματοποίησε περιοδεία στις Η.Π.Α. (Νέα Υόρκη, Βοστόνη, Βαλτιμόρη, Ουάσιγκτον). Ως προσκεκλημένος σολίστ, έχει συνεργαστεί με όλα τα ελληνικά ορχηστρικά σύνολα. Κατά την καλλιτεχνική περίοδο 2011-2012, έκανε πολλές εμφανίσεις ως αρχιμουσικός αλλά και ως πιανίστας με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Ε.Ρ.Τ. στην Αθήνα και σε πόλεις της Ελλάδας. Επίσης, υπήρξε ο εμπνευστής και δημιουργός της τηλεοπτικής σειράς «Ακρόασις» που προβλήθηκε στην ΕΤ1. Το πρόγραμμά του για το 2013 περιλαμβάνει συνεργασίες εντός και εκτός ελληνικών συνόρων, με βασική προτεραιότητα την παρουσίαση δύο νέων έργων του, ενός ορατορίου που ενώνει τους κόσμους της βυζαντινής και της δυτικότροπης μουσικής και ενός συμφωνικού ποιήματος-μπαλέτου.
Ως τζαζ πιανίστας και συνθέτης, ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος έχει κάνει αισθητή την παρουσία του διεθνώς, τόσο στη δισκογραφία όσο και στην παγκόσμια μουσική σκηνή. Το 2000, το άλμπουμ του Achirana (Άριλντ Άντερσεν-κοντραμπάσο, Τζων Μάρσαλ-κρουστά) έγινε δεκτό με επαινετικές κριτικές και εξασφάλισε στο τρίο του εμφανίσεις σε μεγάλα τζαζ φεστιβάλ, ενώ η επόμενη ηχογράφηση του Τσαμπρόπουλου (The Triangle) τον καθιέρωσε ως έναν δημιουργό υψηλών αξιώσεων δίνοντάς του την ευκαιρία να κάνει μια ακόμα μεγάλη περιοδεία στις Η.Π.Α. Εξίσου επιτυχημένες ήταν και οι πιο πρόσφατες δισκογραφικές του δουλειές, το σόλο άλμπουμ Akroasis και το best seller Chant Hymns and Dances που παρέμεινε αρκετές εβδομάδες στις πρώτες θέσεις του αμερικανικού Billboard.