Πριν εννιά χρονια, το «Ελίζαμπεθ» ξεκίνησε σαν ταινία τρόμου, σε βρόμικους δρόμους, με το κάψιμο στην πυρά τριών εμφανώς βασανισμένων ανθρώπων. Και εξελίχθηκε σε ένα μεταλλαγμένο (από το βάρος της Ιστορίας και τους κώδικες του δράματος εποχής) ψυχολογικό θρίλερ, βουτηγμένο σε ύπουλες σκιές και πυκνό σκοτάδι. Τα πρόσωπα των ηρώων δεν φωτίζονταν ποτέ ολόκληρα, όντας κάθε άλλο παρά ξεκάθαρα. Νόμιζες πως η διαφθορά και οι δολοπλοκίες είχαν πάρει τερατόμορφη υπόσταση και πως το φως είχε αποτραβηχτεί, φοβούμενο μην τις αποκαλύψει. Ετσι, ακόμα και οι ψηλοτάβανοι χώροι του παλατιού έγιναν κλειστοφοβικοί και αποπνικτικοί, σαν κομμάτια ενός δαιδαλώδους λαβύρινθου. Οπου, για να επιβιώσει, ένα ονειροπόλο κοριτσόπουλο δολοφονεί την αθωότητα, τις επιθυμίες και τα πάθη του, φορώντας την ολόφωτη, αλλά ανέκφραστα «πέτρινη» μάσκα της παρθένου βασίλισσας.
Επιστρέφοντας στον τόπο του... εγκλήματος, σχεδόν σύσσωμοι οι συντελεστές της υποψήφιας για 7 Οσκαρ, ιδιότροπης εποποιίας προκύπτουν πολύ πιο φιλόδοξοι και μεγαλοπρεπείς, αλλά λιγότερο εύστοχοι και ουσιαστικοί. Γιατί όσο υπόκωφο και απέριττα υποβλητικό κινηματογραφικό πλάσμα ήταν η «Ελίζαμπεθ», τόσο θορυβώδης και αυτάρεσκα επιβλητική προβάλλει αυτή η συνέχειά του. Το σκοτάδι έχει πλέον, αναίτια, διαλυθεί. Οι χώροι του παλατιού είναι ευρύχωροι, φιλόξενοι, λαμπεροί, λουσμένοι σε ακατάπαυστες, θριαμβευτικά στεντόρειες μουσικές, κινηματογραφημένοι σε αργές, αισθαντικές κινήσεις. Μέσα σε αυτούς, η διαφθορά και η δολοπλοκία δεν αναπνέουν, αν και στο σενάριο δηλώνουν παρούσες. Η κάμερα δεν βγαίνει στιγμή στους βρόμικους, εξωτερικούς δρόμους, παρά μόνο σε εκθαμβωτικά, πειραγμένα στο κομπιούτερ, συννεφιασμένα τοπία. Το αίμα απουσιάζει εντελώς. Τα πρόσωπα των ηρώων δεν κρύβονται στο ημίφως. Προβάλλουν ολόφωτα πλέον αλλά και αβαθή. Διακοσμητικά.
Προκαλώντας τη μεγαλύτερη ήττα αυτής της κατ επίφασης «Χρυσής Εποχής»: όλοι οι περιφερειακοί χαρακτήρες είναι αποκαρδιωτικά μονοδιάστατοι (με αποκορύφωμα τη θρησκόληπτη, προσβλητική καρικατούρα του Ισπανού βασιλιά), ενώ η βασίλισσα βρίσκεται αντιμέτωπη με τα ίδια διλήμματα (έναν ανεκπλήρωτο έρωτα και τη θανάτωση μιας εγκλωβισμένης σε ανάλογη με τη δική της μοίρα, γυναίκας). Ετσι, σε σύγκριση με το διφορούμενο, αβυσσαλέο ψυχογράφημα που ήταν το «Ελίζαμπεθ», αυτό το σίκουελ φαντάζει με εικονοκλαστική -πίστευε και μη ερεύνα- αγιογραφία.
Iωάννα Παπαγεωργίου