Λίγο προτού συμπληρώσει τα πενήντα, η Γαλλίδα ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, Νοεμί Λβοβσκί, μοιάζει να βρίσκεται στο απόγειο της παραγωγικότητάς της, καθώς από το 2010 και έπειτα καταπιάνεται με όχι λιγότερες από τέσσερις ταινίες ετησίως. Η μέχρι τώρα χαμηλότονη αλλά σίγουρα αξιοπρόσεκτη κινηματογραφική της διαδρομή καταδεικνύει την ικανότητά της να ανταποκρίνεται στους διάφορους ρόλους, είτε βρίσκεται μπροστά, είτε πίσω από την κάμερα. Στην τελευταία της σκηνοθετική δουλειά, τα «Γλυκά Μας Λάθη», επιχειρεί για πρώτη φορά να συνδυάσει όλες τις παραπάνω ιδιότητες, παραδίδοντας το κορυφαίο ίσως δείγμα της ως τώρα πορείας της.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η πρεμιέρα της ταινίας στο περσινό Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στις Κάννες (2012), αλλά και η ανταπόκριση του κοινού στις γαλλικές αίθουσες προκάλεσε τέτοια αίσθηση που έφτασε μέχρι τα πρόσφατα βραβεία Σεζάρ.
Εκεί, απέναντι σε γκραν φαβορί όπως την «Αγάπη» του Χάνεκε και το «Holy Motors» του Καράξ, η ντραμεντί της Λβοβσκί για μία ματαιωμένη, μεσήλικη ηθοποιό με πρόσφατα διαλυμένο γάμο που επιστρέφει «μαγικά» στο εφηβικό της παρελθόν για να το ξαναζήσει, κατόρθωσε να ισοφαρίσει το απόλυτο ρεκόρ στην ιστορία του θεσμού μαζεύοντας 13 υποψηφιότητες και κερδίζοντας τις εντυπώσεις, παρότι εν τέλει αρκέστηκε μονάχα σε αυτές.
Η Λβοβσκί σε στιγμιότυτο από τα «Γλυκά Μας Λάθη»
Περισσότερο ίσως γνωστή για τις κινηματογραφικές της παρουσίες μπροστά από το φακό, η 49χρονη Παριζιάνα έχει αποσπάσει τέσσερις υποψηφιότητες Σεζάρ β’ γυναικείου για τις ταινίες «Στα Παρασκήνια» (2005), «Θεατρίνες» (2007), «Τα Ομορφόπαιδα» (2009) και «Οίκος Ανοχής» (2011).
Οι δεξιότητές της, ωστόσο, πίσω από την κάμερα είχαν διαφανεί αρκετά νωρίτερα, αρχής γενομένης από το σκηνοθετικό ντεμπούτο της στο «Ξέχασέ Με» (1994). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως είτε πρόκειται για σενάριά της που σκηνοθετούν άλλοι -συχνά η Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι- είτε για δικές της ταινίες (όπως το «Η Ζωή Δε Με Φοβίζει»), ο σχεδόν μόνιμα κοινός παρονομαστής γύρω από κάθε δουλειά της παραμένει η γυναικεία ψυχοσύνθεση.
Σαν να πρόκειται για κάποιο απομακρυσμένο, θηλυκό alter-ego ενός Γούντι Άλεν στα πιο σκοτεινά του ή ενός αλέγρου Νάνι Μορέτι, η Νοεμί Λβοβσκί ρίχνει επίμονες, γλυκόπικρες και συχνά απροσδόκητα διεισδυτικές ματιές στη σύγχρονη γυναίκα, τους φόβους, τις επιθυμίες, τις ματαιώσεις και τις προσδοκίες της πάνω στον έρωτα, την αυτοπραγμάτωση και τις σχέσεις.
Στα «Γλυκά Μας Λάθη», μία ιστορία γεμάτη αυτοαναφορικά στοιχεία αλλά και παραπομπές στο «Η Πέγκυ Σου Παντρεύτηκε» του Κόπολα, η Λβοβσκί μοιάζει να ανταμώνει για πρώτη φορά τόσο αμφίσημα, εύστοχα και -παραδόξως- αισιόδοξα, με την ασφυκτική αγωνία γύρω από τα ανεπούλωτα τραύματα που αφήνει ο χρόνος καθώς και οι συνέπειες των καθοριστικών αποφάσεων στη ζωή.