Eλλη Λαμπέτη: Γεννημένη πρωταγωνίστρια

09.04.2008
Το κοινό τη λάτρεψε. Οι συνάδελφοί της τη χάζευαν. Κι όμως. Μπορεί η καριέρα της να έμοιαζε βγαλμένη από παραμύθι, αλλά η ζωή της ρίζωσε στις ανατροπές μιας αρχαίας τραγωδίας. Εκεί όπου οι πολλοί έβλεπαν μια μοναδική ηθοποιό, μια λαμπερή γυναίκα και μια εμβληματική πρωταγωνίστρια, η μοίρα είχε ήδη γράψει το δικό της σενάριο.

Από τον ΣΤΕΦΑΝΟ ΔΑΛΔΟΛΟ

Χαράζει 3 Σεπτεμβρίου του 1983 και η Νέα Υόρκη μοιάζει βυθισμένη σε μια ψυχρή υγρασία. Στο δωμάτιο 632 του νοσοκομείου «Mount Sinai», η Eλλη Λαμπέτη δείχνει κατάκοπη από την ανέλπιστη μάχη. Κατά τις 7.30 το πρωί ξυπνάει και γυρίζει προς το μέρος της αδελφής της, που ξάγρυπνη στέκεται στο πλευρό της όλη νύχτα. «Αντιγόνη», ψιθυρίζει. «Εδώ είμαι, Eλλη μου», της λέει η Αντιγόνη. Οι δύο αδελφές γίνονται ένα σώμα πάνω από τα ιδρωμένα σεντόνια. Κάθονται λίγα λεπτά έτσι, στην πνιγηρή σιωπή ενός άγνωστου τόπου, μια αιωνιότητα μακριά από το πευκόδασος των Βιλλίων και την παραλία του Πόρτο Γερμενού. «Αντιγόνη...», ψελλίζει η Eλλη στην αγκαλιά της αδελφής της. «Αντιγόνη... είμαστε παιδιά ενός κατώτερου θεού». Και μαζί με τη ρημαγμένη της φωνή σβήνει και η ανάσα της. Το στόμα από το οποίο έχει ακουστεί το ωραιότερο «σ’ αγαπώ» του ελληνικού κινηματογράφου, δεν θα ανασαλέψει ποτέ. Η Eλλη πάει στον παράδεισο, εκεί όπου την περιμένει η Χάνελε της εφηβείας της.

Οκτώ μήνες νωρίτερα, στις 15 Δεκεμβρίου του 1982, η δημοσιογράφος Φρίντα Μπιούμπι ακούει το τηλέφωνο να χτυπάει στο σπίτι της. Το σηκώνει. Μια ανάσα σαν λαχάνιασμα στην άλλη άκρη της γραμμής. Υστερα σιωπή. «Εμπρός! Λέγετε...» λέει η Μπιούμπι. Τίποτα. Μόνο η κοφτή ανάσα. Κάποιος θα αστειεύεται, σκέφτεται η δημοσιογράφος, και κλείνει το τηλέφωνο. Αλλά αισθάνεται τρομαγμένη γιατί αυτό που μόλις έχει ακούσει δεν δείχνει αστείο, μοιάζει σαν επιθανάτιος ρόγχος, σαν να στραγγαλίζεται κάποιος και προσπαθεί απεγνωσμένα να ζητήσει βοήθεια. Σε λίγα δευτερόλεπτα, πάλι το κουδούνισμα. «Εμπρός...» λέει η Μπιούμπι. Μια απόκοσμη φωνή σαν ψίθυρος πρόφερε κομματιαστά το όνομά της: «Φρί-ντα...» «Ναι», λέει η Μπιούμπι. «Φρίντα, εγώ είμαι... Η Ελλη. Ελλη Λαμπέτη».

Η Ελλη στραγγαλίζεται χρόνια από τον καρκίνο και αισθάνεται ότι έχει φτάσει η στιγμή να ζητήσει απεγνωσμένα βοήθεια. Οχι ιατρική. Αυτή την έχει από το ’68, όπου γίνεται η διάγνωση στο στήθος της. Αλλη βοήθεια γυρεύει. Θέλει να μιλήσει. Η Μπιούμπι την επισκέπτεται την ίδια μέρα στο σπίτι της, εκεί, στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, στην Κυψέλη. Το διαμέρισμα της Ελλης βρίσκεται στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας από αυτές που σε προδιαθέτουν άσχημα από την είσοδό τους. Ρυπαροί τοίχοι, βρώμικο ασανσέρ, μυρωδιά σαπίλας από τα υπόγεια. Ανεβαίνει, χτυπάει το κουδούνι και της ανοίγει μια παχουλή γυναίκα με μαύρα μάτια, σκούρα φούστα, ένα ριγέ πουλόβερ κι ένα καφετί μαντίλι στο κεφάλι, δεμένο από τον αυχένα. «Χαίρετε», λέει η Μπιούμπι και ετοιμάζεται να ζητήσει την κυρία Λαμπέτη. γυναIκα, όμως, της χαμογελάει. Η κυρία Λαμπέτη είναι μπροστά της. «Εφτασα, ξέρεις, στο τέλος», της λέει λίγο αργότερα. «Και δεν έχω κάνεναν να μου γράψει το τέλος. Θα ήθελα να το γράψεις εσύ». Και έτσι γεννιέται η «Τελευταία παράσταση» (Εκδόσεις Εξάντας). Από τις διηγήσεις των επόμενων μηνών. Η Ελλη, καταβεβλημένη από την αρρώστια και θυμωμένη από τη ζωή, ανοίγει την καρδιά της και μιλάει για όλα. Μα, πάνω από όλα, μιλάει για εκείνο το παιδί ενός κατώτερου θεού που στοιχειώνει την ψυχή της: τον εαυτό της.

Κάπου σαράντα χρόνια νωρίτερα, ένα δεκαεξάχρονο αναιμικό κορίτσι με μαύρα μαλλιά ανεβαίνει στον παράδεισο του θεάτρου μέσα από το έργο «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο» και ωθεί τη Μ. Κοτοπούλη να δηλώσει, τη βραδιά της πρεμιέρας, «Ιδού η νέα Σάρα Μπερνάρ». Και ένα αστέρι γεννιέται. Οταν, το ’48, αυτό το αστέρι θα γινόταν νύφη στον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, ο Κουν ομολογεί: «Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα τον κόσμο να κρατάει την ανάσα του στην πλατεία». Το ίδιο κάνουν και οι Αγγλοι κριτικοί στο παγωμένο Λονδίνο του ’57. Βλέποντας το «Τελευταίο ψέμα» του Κακογιάννη, κρατούν την ανάσα τους και έπειτα αναφωνούν «Η Ελληνίδα Γκρέτα Γκάρμπο!» Μάλιστα, οι Τάιμς γράφουν: «Ποτέ, από την εποχή της Γκάρμπο, ο φακός δεν ερωτεύτηκε τόσο μια πρωταγωνίστρια». Η ίδια τον φακό δεν τον ερωτεύεται ποτέ. Η μεγάλη της αγάπη είναι το θέατρο. Και εκεί μένει πιστή. Οπως μένει πιστή και στο καρτέρι του θανάτου που τη σκιάζει από μικρή. Στα δεκαεπτά, χάνει τον δίδυμο αδελφό της, τον Τάκη. Μαζί είχαν γεννηθεί στις 26 Απριλίου του 1926. Στην Κατοχή, η μάνα της σκοτώνεται από αδέσποτη σφαίρα. Τα επόμενα χρόνια, βλέπει τις πέντε αδελφές της να πεθαίνουν από καρκίνο, τον πατέρα της από εγκεφαλικό και τον άλλο της αδελφό από καρδιακή προσβολή. Το τελευταίο χτύπημα, ο θάνατος το φυλάει για εκείνη. Εχει μόλις κλείσει τα σαράντα δύο και παίζει τα «Σαράντα καράτια» όταν οι γιατροί κάνουν τη μοιραία διάγνωση. Και η πάλη αρχίζει.

Οι άντρες της ζωής της
Στο μεταξύ, οι έρωτες τη στοιχειώνουν κι αυτοί. Ο πρώτος στα χρόνια της νιότης. Δεν αποκαλύπτει ποτέ το όνομα, αλλά δεν παύει να λέει ότι «το ανεπανάληπτο, το υπέροχο, αυτό που κυριολεχτικά με κεραυνοβόλησε, το ένιωσα μόνο με έναν άνθρωπο». Με τον ανώνυμο άνθρωπο. Υστερα, ο Μάριος Πλωρίτης, «ένας σπουδαίος φίλος», όπως θα τον χαρακτήριζε πάντα. Παντρεύονται το ’50. Χωρίζουν το ’53 όταν στη ζωή της εισβάλλει ο Χορν.

Με τον Χορν θα ζήσουν επτά χρόνια μαζί. «Επτά χρόνια φαγούρας», όπως θα έλεγε εκείνος. Πάθος μεγάλο και με συγκρούσεις. Εκείνη να ζηλεύει τα φλερτ του, αυτός να γίνεται έξαλλος από τους θαυμαστές της. Στην οθόνη γράφουν μοναδικά. Στη ζωή, όμως, το να συνυπάρξουν δύο ιερά τέρατα είναι ακόμα πιο δύσκολο. Πάντως, το ειδύλλιό τους γίνεται το παραμύθι της εποχής. Και είναι βέβαια παραμύθι δίχως happy end. Ο Χορν δεν θέλει παιδιά. Η Ελλη θέλει. Κατά έναν περίεργο τρόπο, η Ελλη Λαμπέτη ακολούθησε τον ίδιο δρόμο με αυτόν του Δημήτρη Χορν, κάθε φορά που δεχόταν κάποια ερώτηση σχετικά με την αδιαμφισβήτητη αξία της. Μπορεί να είχαν χωρίσει χρόνια οι δυο τους, αλλά απαντούσαν λες και ήταν... συνεννοημένοι. «Σπουδαίος ηθοποιός εγώ;» έλεγε ο Χορν. «Ελάτε καλέ!» Και έσπευδε πάντα να απαξιώσει τόσο τους ρόλους του όσο και τον ίδιο τον μόχθο που απαιτεί η προσπάθεια ενός ηθοποιού. Ετσι και η Λαμπέτη. Κάποτε έφτασε να πει το εξής: «Είχα πολλά να κάνω στη δουλειά μου και δεν τα έκανα. Πέντε τάλαντα μου έδωσε ο Θεός, και τα πέντε του τα επιστρέφω. Δεν τα αξιοποίησα. Δεν καλλιέργησα το ταλέντο μου για να καρποφορήσει όπως έπρεπε».

Εντούτοις, εάν στην περίπτωση του Χορν διαγιγνώσκουμε μια δόση αλαζονείας στα λόγια του, έναν σνομπισμό που έρχεται να επισκιάσει τα ίδια του τα επιτεύγματα, στη Λαμπέτη δεν εντοπίζουμε παρά μιαν αληθινή πίκρα που προφανώς προκύπτει από όσες προσωπικές ατυχίες επηρέασαν τη σχέση της με το θέατρο. Αφουγκραζόμενοι ετούτη την πίκρα, δεν φέρνουμε στο μυαλό μας το παθιασμένο κορίτσι της οδού Μιχαήλ Βόδα, ενός δρόμου που αργότερα θα βαφτιζόταν «Οδός Ελλης Λαμπέτη».

Φέρνουμε στο μυαλό μας την απογοητευμένη γυναίκα μετά τη δικαστική περιπέτεια για την τύχη του παιδιού που θα σημάδευε τη ζωή της, όπως φέρνουμε στο μυαλό μας και τη γυναίκα που παλεύει με τον καρκίνο έχοντας χάσει ακόμα και τη φωνή της. Πάντως, ο ίδιος ο Χορν -εάν μετράει η άποψή του- είχε μόνο καλά λόγια να πει για την Ελλη. «Τη θαύμαζα πολύ σαν ηθοποιό», είχε πει λίγο πριν από το τέλος της ζωής του. «Ηταν πολύ καλή θεατρίνα και πολύ ωραία γυναίκα». Οταν, φυσικά, ρωτήθηκε για το αν η Ελλη ήταν ο έρωτας της ζωής του, η απάντησή του ήταν εξίσου κατηγορηματική. «Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι δεν την αγάπησα», είχε πει. «Φυσικά και την αγάπησα. Αλλά δεν ήταν η γυναίκα της ζωής μου». Γυναίκα της ζωής του ήταν η Αννα Γουλανδρή.

Πάντως, το ότι ο εστέτ Χορν αποδείχτηκε μάλλον επιζήμιος για την ευαίσθητη ψυχοσύνθεση της Ελλης, αυτό δεν είναι κάτι που αποσιωπάται από τους ανθρώπους που την έζησαν. Το καταθέτει με τον τρόπο του και ο Φρέντυ Γερμανός στις σελίδες της θαυμάσιας βιογραφίας της ηθοποιού (Εκδόσεις Καστανιώτη). Και είναι ένα βιβλίο που αξίζει να τη θυμίζει, καθώς ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή όχι μόνο για την ίδια την Ελλη Λαμπέτη, αλλά και για ολόκληρο το ελληνικό θέατρο.

Ο Χορν δεν αντέχει το ριζικό του θανάτου από τις ασθένειες. Η Ελλη πρέπει να το αντέξει, βλέποντας την οικογένειά της να αποδεκατίζεται. Ωσπου εκείνος αποχωρεί από τη σκηνή και παραδίδει τη θέση του στον Αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέικμαν. Η σχέση τους θα κρατήσει δεκαεπτά χρόνια. Και είναι το ίδιο διάστημα που θα έρθει στη ζωή της η Λίνα, το παιδί που θα λάτρευε όσο τίποτε άλλο. Εντούτοις, μιλώντας για τους άντρες της ζωής της, η Ελλη θα πει στη Φρίντα Μπιούμπι: «Με τον Φρεντ δεν είχαμε εκείνο το ωραίο που υπήρχε ανάμεσα στον Χορν κι εμένα: ισοτιμία και αμοιβαία εκτίμηση. Ισως επειδή με τον Τάκη είχαμε το ίδιο επάγγελμα, δεν μπορούσε να κρυφτεί ο ένας από τον άλλον. Μαλώναμε για το ποιος αξίζει πιο πολύ. Εγώ πίστευα ότι αξίζει εκείνος κι εκείνος πίστευε ότι αξίζω εγώ. Είχαμε έναν αμοιβαίο θαυμασμό, απόλυτο και ειλικρινή. Αυτός μας έδενε. Το ξέρω τώρα ότι είμαστε πολύ διαφορετικοί για να ζήσουμε καλά μαζί, αλλά ήταν μια ωραία σχέση. Με τον Φρεντ δεν υπήρχε αμοιβαία εκτίμηση. Θαυμάζαμε ο ένας τον άλλον για πράγματα ασήμαντα. Ηταν ένα είδος παρεξήγησης που κράτησε δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια. Και ο χαμένος είναι εκείνος, γιατί κατέστρεψε τη ζωή του. Του έλεγα φύγε και δεν έφευγε...»

Η σκληρή της μοίρα
Η Λίνα, λοιπόν. Που μπαίνει στη ζωή της σαν χείμαρρος. Η Ελλη γίνεται μητέρα με τον πιο ανέλπιστο τρόπο. Το παιδί δεν μπορεί να μεγαλώσει με τους πραγματικούς του γονείς επειδή είναι ο καρπός ενός παράνομου έρωτα. Η μοίρα, όμως, είναι σκληρή: Οσο ανέλπιστα γίνεται μητέρα τόσο ανέλπιστα παύει και να είναι. Οταν, λίγα χρόνια αργότερα, οι ίδιοι αυτοί γονείς θα διεκδικήσουν το παιδί, η ίδια θα βιώσει τη μεγαλύτερη, την πιο τραυματική περιπέτεια της ζωής της. Φτάνουν στο σημείο να κατηγορήσουν τη Λαμπέτη για όργια, τόσο αβυσσαλέος είναι ο πόλεμος. Τα δικαστήρια επιδεινώνουν την ήδη θρυμματισμένη υγεία της. Η απώλεια της Λίνας την κατακερματίζει. Αποκαμωμένη και μόνη, θα αφεθεί στην πείνα της αρρώστιας. Χωρίς φωνή πλέον, ανεβάζει τον Μάρτιο του ’81 το έργο «Σάρα, τα παιδιά ενός κατώτερου θεού». Μαθαίνει τη γλώσσα των κωφαλάλων για να παίξει την Σάρα και θριαμβεύει για δύο χρονιές. Ομως, είναι το κύκνειο άσμα της. Στην πραγματικότητα, έχει ήδη αρχίσει να πηγαίνει στον Παράδεισο. Σιγά-σιγά. Σαν αερικό.

Το καλοκαίρι του 1983, η Λαμπέτη μεταφέρεται στο «Mount Sinai Hospital» της Νέας Υόρκης. Τους προηγούμενους μήνες, έχει αφηγηθεί τα πάντα στη Φρίντα Μπιούμπι και η ψυχούλα της μοιάζει ξαλαφρωμένη. Αλλά την ανάσα του θανάτου τη νιώθει όλο και πιο κοντά της. Στις 23 Αυγούστου, στέλνει από το νοσοκομείο μια κάρτα στην Μπιούμπι. Η κάρτα γράφει: «Φρίντα, ξαφνικά μέσα στη νύχτα της Ν.Υ. ένα πρόσωπο, φως, Ελλάδα -έχω ορό στο δεξί μου χέρι. Σε ευγνωμονώ. Είσαι το πρώτο φως που μου έλαμψε στο κενοτάφιο. Σε αγαπάω και δεν θα σε ξεχάσω».

Μια παράξενη ιστορία
«Σας πληροφορώ», λέει η Λαμπέτη στον Φρέντυ Γερμανό το 1971, «πως είχε βουίξει η Αθήνα ότι ο Χορν κι εγώ είχαμε σχέση ερωτική, πολύ πριν συμβεί κάτι μεταξύ μας. Πολύ πριν μας περάσει απ’ το μυαλό». Ο Γερμανός τη ρωτάει πώς ξεκίνησε η ιστορία. «Πολύ παράξενα», λέει η Λαμπέτη. «Θυμάμαι, παίζαμε τη Νόρα, ένα έργο που εμένα δεν μου άρεσε ούτε σαν έργο, ούτε σαν ρόλος. Και επειδή δεν ήμουνα καλή, έκανα καζούρα στον εαυτό μου. Δηλαδή, επειδή δεν μπορούσα να μιμηθώ στον Χορν πώς έπαιζα, γιατί δεν είμαι καλή μίμος του εαυτού μου, υπερέβαλλα κάνοντας καρικατούρα του εαυτού μου. Αυτοσαρκαζόμουνα. Αυτό του έκανε τόση εντύπωση που ξετρελάθηκε. Κι εκεί πιστεύω ότι με ερωτεύτηκε. Το γεγονός ότι ήμουν μια ηθοποιός που γελοιοποιούσε τον εαυτό της τόσο επιτυχημένα, τον είχε κερδίσει. Μάλιστα μου είχε πει πως αυτό που κάνω είναι ?Too good to be true?» (Από το βιβλίο «Μέρες τηλεόρασης» του Μ. Δελαπόρτα, Εκδόσεις Ορφέας).