ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: Σταμάτης Κραουνάκης και Σπείρα φέτος.. επιθεωρούν τις μέσα τους φωτιές & τα γύρω τους εγκαύματα.
Κάνουν Επιθεώρηση δηλαδή, στα καμένα και (για πάντα από ‘δω και τώρα) λυπημένα χωριά, στους πολιτικούς με τα Αρμάνι στα πόδια και τις μάνικες που πιτσιλάνε κάμερες στα χέρια, στην πλατεία του Χόντου (την παλιά Ομόνοια), στο κέντρο της διαπλοκής (που ξέμεινε η ΠΑΣΟρΚισμένη Παρθένα με ένα φραπέ στο χέρι, με το συμπάθιο), στο καζίνο της Πάρνηθας (που πώς να παίξει η καζινόβια με μοναδικό ‘πράσινο’ τις τσόχες;) και στον Πολύδωρα «που ναι στα πόδια γλήγορας», (διότι όλες οι λέξεις γύρω από τον Σαμουράι Βύρωνα γράφονται εδώ και καιρό με λι).
Μετά από ενδελεχή έρευνα, η ομάδα παρουσιάζει πόρισμά στο οποίο περιλαμβάνονται τα κάτωθι κεφάλαια παύλα περιστατικά:
Α) σεξουαλικώς βασανισμένος κοντός, πολυπτυχιούχος, με επιτυχία στις ψηλοκάπουλες και όχι μόνο Β) γενικώς βασανισμένος ψηλός, κομμωτής, που ψάχνει εναγωνίως να ψωνίσει καλοκουρεμένο εκπρόσωπο για την Κουλή (την παλιά Βουλή), Γ) botoxιασμένη μπουζουκόβια που τραβιέται αισθητικώς και κατεβαίνει με το σύνθημα «Αδιαφορώ για το Κόστος, Ζω την Εποχή μου», Δ) μονίμως «Επόμενος» με ειδικού τύπου αφροδίσια και υπαρξιακά και Ε) αδιέξοδος έρωτας TVΤέγου και Φατμέ, με το Αιγαίο στη μέση, την Dora Bakoyannis ως κουμπάρα και σύγχρονη μετάφραση από και προς τα τούρκικα.
Δια την «Αιωνίαν θλίψιν των βαλσαμωμένων γλάρων», ποίημα σπαρακτικό και πένθιμο, θα σου πω αργότερα. Διότι μέσα σ’ ένα πρόλογο πως να χωρέσω δυόμισι ωρών παράσταση, με όλες τις υπέροχες μουσικές και τα τραγούδια της;
ΠΡΙΝ ΠΑΣ
ΤΗΛΕΦΩΝΟ: 210-34.80.000
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Καστοριάς 34-36, Βοτανικός
ΗΜΕΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ: Πέμπτη-Κυριακή
ΕΝΑΡΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ: 21:30 και 20:30 τις Κυριακές
ΤΙΜΕΣ
Εισιτήριο: 30 ευρώ
Φοιτητικό 15 ευρώ
Λαϊκές: 22 ευρώ [Κάθε Πέμπτη]
Ήμουν κι εγώ εκεί...
Παράσταση που ξεκινάει με «Μελωδία της Ευτυχίας», jazzy tunes από όρθια μπάσα, κρουστά, πιάνα, ακορντεόν, και «..κάτι κυνηγώ.. σαν τον ναυαγό..» (πάει το πρώτο χαρτομάντιλο), επόμενο δεν είναι κάποια στιγμή να το γυρίσει στο καλαματιανό;
Of course.
Δεδομένου πως η παράσταση αυτή παίζεται στο σπίτι της Σπείρας και του Κραουνάκη (κι είναι βγαλμένη από τον μέσα πολυχώρο της Σπείρας και του Κραουνάκη)
. Κι όταν μια μουσικοθεατρική παράσταση γεννιέται στο κραουνομαιευτήριο, σε παραλαμβάνει κάπως έτσι:
«Είμαι κεράκι χωρίς φυτίλι
Και λιώνω μέσα στη συννεφιά
Κι ούτε ένας άνθρωπος για να μου στείλει
Μια παρουσία μια συντροφιά»
και μετά από δύο ώρες στεγνού και υγρού καθαρίσματος, αερίσματος & πρεσοσιδερώματος, σε παραδίδει έτσι:
»Κανόνι γλομπάκι
Χάντρα, πούλια, μουσελίνα
απόψε μωράκι
Θα σε βγάλω για ρετσίνα
Θα παίζουν Μουζάκη
Χιώτη μάμπο τα κλαρίνα
Πολλοί με βεσπάκι
Κι άλλοι με λιμουζίνα»
Τα κλαρίνα, εν προκειμένω, παίζουν εξαίσιες νότες, οι οποίες με υποχρεώνουν να ξεκινήσω τη δική μου.. επιθεώρηση από τη μεταμόρφωση της Δάφνης Λέμπερου. Λέω ‘μεταμόρφωση’ διότι αυτήν τη Δάφνη, την παρακολουθώ από τις πρώτες αμήχανες και δυσκίνητες στιγμές της στην Σπείρα και χτες την είδα να τραγουδάει, να παίζει το κλαρίνο της και να ερμηνεύει τόσο καλά (με το μέταλλο της Σωτηρίας Μπέλλου, απίστευτο, σε κάποια σημεία), που αποφάσισα να τις βάλω ένα λίαν καλώς επί τόπου και να ρίξω κι ένα άριστα δέκα στον δάσκαλο Σταμάτη Κραουνάκη, που ξέρει να μεταμορφώνει σκόρπιους ανθρώπους σε πίνακες ζωγραφικής, τραγουδιστές σε μεγάλους ερμηνευτές, και ηθοποιούς σε καλοριφέρ και αιρ-κοντίσιον, σε σώματα δηλαδή που μπορούν να δροσίσουν και να ζεστάνουν τα δωμάτια που έχεις κλειδωμένα και παρατημένα χρόνια.
«Τρελαίνομαι, τρελαίνομαι
Σε μαύρη αράχνη δένομαι
Κρυώνω και ζεσταίνομαι
Τρελαίνομαι, τρελαίνομαι
Κι όταν σε δω ανασταίνομαι
Σε περιμένω στα σκαλιά
Σε ρίχνω στα χαλιά
Και παίρνω τ’ άστρα αγκαλιά»
[Τραγούδι: Βασίλης Μοσχονάς]
Διότι την είδα εγώ την κυρία με τις εξάψεις, να κάθεται δεξιά και να το θυμάται εκείνο το σκαλοπάτι, κι είπα να της το αφιερώσω αυτό το τραγουδάκι.
Με πάει όμως πάλι το κείμενο όπου φυσάει τρέλα και πρέπει να το κόψω αυτό το συνήθειο.
Από την Ελεάννα Καραντίνου ήθελα να ξεκινήσω και πως βρέθηκα στα σκαλοπάτια να ερωτοτροπώ με αστέρια ψάξε βρες.
Η Ελεάννα Καραντίνου, λοιπόν, φέτος τράβηξε το πιο δύσκολο (και οριακό) κείμενο από το κουτί με τα λαχεία («Η Άρια των Βαλσαμωμένων Γλάρων», του Γιώργου Μανιώτη).
Για το πέρασμά της από το προβοκατόρικο ξεκατίνιασμα της.. ‘ποίησης’, σε μία από τις πιο δραματικές κορυφώσεις αυτής της παράστασης, της αξίζει ένα άριστα δέκα με τόνο, κυρίως γιατί αυτό το ‘πέρασμα’ το κάνει εντός της, χωρίς να προδίδει ή να προδίδεται.
Μπράβο θα της βάλω επίσης, και για όλα αυτά τα χρόνια που μαθητεύει με στρατιωτική πειθαρχία στη Σπείρα κι έχει γίνει μια πολύ καλή κωμική ηθοποιός.
Επιθεώρηση, σημαίνει σόλο θεατρικά νούμερα δι ο και, με την άδεια του κυρίου Γιάννη Μετζικώφ, θα πατήσω πάνω στα εξαιρετικά κοστούμια που έφτιαξε, για να φτάσω μέχρι τη Ρούλη Καρασιλιώτη.
Η οποία αυτή τη στιγμή κανιβαλίζει, με την ευλογία του συνθέτη, το αριστουργηματικό «Πάω να πιάσω ουρανό», το οποίο από τραγούδι-προσευχή το κάνει πιστοχλιδιάρικη ‘ζεμπεκιά’ για χαντροφορούσα λαϊκογκόμενα με.. αισθητικές αναζητήσεις:
«Άλλο botox δε θα ζήσω
φτάνει αυτό το αποψινό
στο Φουστάνο θ’ ακουμπήσω
το μισθό μου το στερνό».
Δεν έχω Όσκαρ αντάξιο της κυρίας Καρασιλιώτη, του κειμένου της και της υπέροχης ‘παράκρουσης’ που αναβοσβήνει επί σκηνής, τη στιγμή που ο Κραουνάκης τραγουδάει λυτρωτικά εκείνο το «Θε μου σχώρα με» και η Ρούλη συνεχίζει απτόητη να ζεμπεκιάζεται, περιλούζοντας το έντεχνο ελληνικό τραγούδι με τη δική της άποψη επί του ‘ποιοτικού’: «Σσσωστό, Σσσωστό», «Έτσι», «Κομματαάρα», «Δώσε»..
Η γυναίκα «πλαφονάρει», δίνει ρεσιτάλ κωμικής ηθοποιού και παίρνει τα ρέστα του κοινού, που δεν ξέρει αν κλαίει από τα γέλια ή από ανάγκη για τη σωτηρία της ψυχής του.
‘Κουλτούρα-χούφτωμα’, ‘κουλτούρα-χούφτωμα’ και να ‘μαι η πιστόβια, στα στενά δρομάκια της «Νάπολης», να κολυμπάω μέσα σε πελάγη ουρανόπνευστων ενορχηστρώσεων ρωτώντας τους περαστικούς: «Έρωτας να ‘ναι η συμφορά που κάποιου αγγέλου τα φτερά έχει φορέσει/ κι έρχεται γι άλλη μια φορά με τέτοια δώρα τρυφερά να με πλανέσει».
Ακούω.. φωνές (ωραίες): Αργυρώ Καπαρού και Σταμάτης Κραουνάκης, σε τρία ντουέτα που γέμισαν την κοιλιά μου με αχνιστές νότες κατ’ ευθείαν από τη φουφού (και πέταξαν από μέσα εκείνα τα πίτουρα του βαλσαμωμένου πτερωτού).
Μέχρι να βγει ο Γιώργος Στιβανάκης με τα προβλήματα μεγέθους του, και να με κάνει να πετάξω μερικά κιλά ξερά φτερά από πάνω μου, το ‘χα κάψει το δεύτερο χαρτομάντιλο, που χαλάλι του.
Νούμερο ατόμου με 13 ειδικά πτυχία εντελώς, Γιαννάκου-Κουτσίκου-γειάσου, κι άντε πάλι να βγάζω το βαθμολόγιο για να προβιβάσω και τον Στιβανάκη με άριστα δέκα.
Μη!
Μην τραβάς με τα τραγούδια και μην «Επεμβαίνιεις» σου λέω, διότι να ‘τα τα χάλια...
Την πάτησα την φουξιοπερούκα με την αφέλεια κι ήρθα και προσγειώθηκα τ’ ανάσκελα μπροστά από τον Γιώργο Νανούρη, ο οποίος βρίσκεται μεταξύ προηγούμενου ‘επόμενου’ και μετά ‘επόμενου’.
Να τον κοιτάζω να παίζει (ό,τι να ‘ναι, διότι υποψιάζομαι ότι και τον τηλεφωνικό κατάλογο να απαγγείλει αυτό το παιδί, συναρπαστικό μονόλογο θα τον κάνει) και να γεμίζουν τα μάτια μου θέατρο.
Πάλι Όσκαρ θα απονείμω και στην υγειά σας
Είπα «Γιώργος» και «Γιώργος» και μου ‘ρθε η εικόνα της ‘πράσινης’ Παρθένας Χοροζίδου (άλλη μεγάλη κωμικός από εδώ), που ορκίζεται στον Ήλιο του ΠαΣοΚ και την οποία το τρένο της αλλαγής εναπόθεσε πριν από πολλά χρόνια στον από κάτω όροφο υπουργείου. (Οκτώ υπουργοί αλλάξανε στον από πάνω όροφο, η Παρθένα εκεί.)
Μου ήρθε, λέω, η εικόνα της την ώρα που κοιτάζει το κενό μπροστά της, μισογουρλώνει τα μάτια και φωνάζει, με ελεγχόμενη αγωνία: «Γιώργο, μην αυτοταπεινώνεσαι!».
Με το αρχαίο ρητό «Τα κουλά κόποις κτώνται» παραμάσχαλα, και τα κουλά χέρια της πολυετούς κουλοκρατίας στα ακροδάχτυλα, η περιούσια κυρία Χοροζίδου χτυπάει πρωτιά κι αν δεν ήτανε ο συνωστισμός μεγάλος στα πρώτα θρανία δε θα χρειαζότανε να μοιραστεί το άριστά της με τον Χρήστο Μουστάκα.
Ψηλή «κομμώτρια» βλέπω; Χρυσά ψαλίδια ακούω.
Κάηκε η πατρίδα, ρημάξανε χωριά, πεθάνανε άνθρωποι, πεθαίνει ο πλανήτης κι ο Μουστάκας ψάχνει «εκπρόσωπο» να ψηφίσει. Τον θέλει και καλοχτενισμένο, μη χέσω, αλλά τζάμπα τραβιέται από κουπ σε κουπ.
Επιθεώρηση, by the way, δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχαν αυτοί οι πολιτικοί πλαγιομετακινούμενοι κάβουρες, με τις ατίθασες κουπ και τις λοιπές τρίχες σε στάση αναζήτησης μιας κάποιας ..θέσης.
Να μην ξεχάσω επίσης να σου πω ότι την Πωλίνα, την έπιασε η φωτιά (της Πάρνηθας) την ώρα που μπίλια έσκαγε στο πέντε ενώ εκείνη είχε ποντάρει τρία (που τα πήρε μεν, αλλά τα μοιράστηκε και με όλους τους υπόλοιπους κατοίκους του λεκανοπεδίου). Για την ακρίβεια από μια διαδήλωση είχε ξεκινήσει πριν από δεκαετίες και για να μάθεις πώς κατέληξε στο φαλακρό βουνό με τον Πολύδωρα παρέα και τη μπίλια στο χέρι, πρέπει να πας Αθηναΐδα να δεις παράσταση.
Κουράστηκα, να γράφω και να γράφω κι ακόμα να μην έχω επιθεωρήσει ούτε το εν τρίτον όσων είδα κι άκουσα.
Βάζω τραγούδι τώρα.
Για να προλάβεις να πεταχτείς να κοιτάξεις το φαγητό.
«Ποτέ, τόσες νύχτες για σένα
Ποτέ, τόσο εσύ πουθενά
Κι εκεί που σε παίρνω για ψέμα
Στο αίμα μου μπαίνεις ξανά
Ποτέ, δε θα μπω σ’ άλλο σώμα
Ποτέ, κι ας γυρνώ σα σκιά
Ποτέ, κι ας μοιράζομαι ακόμα
Στο πριν στο ποτέ στο μετά»
Κάτω από αυτά τα στιχάκια βρήκα στις σημειώσεις μου γραμμένα τα εξής: «Κοντραμπάσσο, Κραουνάκης, jazz, ντουέτο με Καπαρού. ΜΠΡΑΒΟ!»
Λέξη που με φέρνει κατ’ ευθείαν στον Σταμάτη Κραουνάκη, ο οποίος φέτος, βγαίνει πρώτος στη σκηνή και παραμένει εκεί, τραγουδώντας, γελώντας ή παίζοντας (και συνεχώς ‘εκπέμποντας’), μέχρι την τελευταία της στιγμή.
Αυτή η παρουσία λειτουργεί σαν γεννήτρια πολλών κιλοβάτ ηλεκτρικού ρεύματος, που τροφοδοτούν τους μουσικούς, τους ηθοποιούς, τους τραγουδιστές και το χώρο. (Σε πάω κι ένα στοίχημα, αν θέλεις, ότι και χωρίς φώτα αυτή η παράσταση θα έλαμπε).
Η ενέργεια που βγαίνει από αυτόν τον μεγάλο καλλιτέχνη, δεν μεταφέρεται σε κείμενο _ αν θέλεις να την πιάσεις πρέπει να πας για να δεις πως νιώθεις όταν σε τυλίγει.
Το «Μπράβο» μ’ έφερε εδώ;
Ελλιπής, χωλή λέξη για να συνοψίσει όσα αξίζουν στη (τόση πολύ) δουλειά και την αστείρευτη δημιουργικότητα του Σταμάτη Κραουνάκη.
Αλλά με ατελείς λέξεις το έχω γράψει και αυτό το κείμενο, οπότε με αυτές θα πορευτώ, μέχρι να με φέρουν σε ένα ολόψυχο «ευχαριστώ» για τις ωραίες βραδιές, για τα γέλια, τα χαρτομάντιλα, τις ατάκες, και τα τραγούδια.
Τα τραγούδια. Αχ, τα τραγούδια..
«Φωτιά κι ανάσταση
καρδιά πονάς και σπάσ’ τα εσύ
τα χρόνια που ‘φτασα να ζω
Φωτιά και δύναμη
Καρδιά τρελή κι αδύναμη
Στον κόσμο που ‘ρθαμε χορτάσαμε γκρεμό»
[Ερμηνεία: Δάφνη Λέμπερου. Πάρα πολύ καλή.. ΥΓ. Ο γκρεμός συνεχίζεται]
και
«Πάμε λίγο πάμε λίγο
Κάτι μ’ έπιασε να φύγω
Κυριακή στην Κηφισίας, βρε
Μια φωνή απελπισίας, βρε»
[Ερμηνεία: Σταμάτης Κραουνάκης & θίασος. Πάρα πολύ καλοί..]
και
«Χρόνια σαν τριαντάφυλλα ξερά μεσ’ στα βιβλία
Τα δέντρα που ήταν άνθρωποι έχουν μαρμαρωθεί
[.. .]
Παραθαλάσσιος καφενές σε κάποια επαρχία
Εκεί που ζούνε οι άνθρωποι μόνο γονατιστοί
Άρχισες πάλι ανέκδοτα τα επαρχιακά σου
Φόρεσες όλα τα βουνά και τα μεταξωτά
Τη νύχτα που ‘χεις μέσα σου τη λες με τ’ όνομά σου
Πίνεις το τσάι σου καυτό με δυο ζαχαρωτά»
[Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου. Ερμηνεία: Δάφνη Λέμπερου και Σταμάτης Κραουνάκης. Πααάρα πολύ καλοί..]
Και τι να πω για την ερμηνεία του «Γερνάω μαμά», από τον Κραουνάκη (τραγούδι που μετά τα πενήντα μόνο με υπερηφάνεια λέγεται!)
Και με πλεγμένη μέσα στα στιχάκια του τη μελωδία από το «Non, rien de rien/ je ne regrette rien» της Πιαφ.
Να πέσει αμέσως, ένα ακόμη άριστα για την προβολή πάνω στο σεντόνι της Μελίνας, της Τζένης, της Αλίκης, της Έλλης, της Παξινού, της Μαρίκας.. σε όλη την ασπρόμαυρη μεγαλοπρέπεια και εκτυφλωτική ομορφιά τους.
Όσο ακούγεται από το θίασο το «Τι παίζει τώρα», τραγούδι που μεταξύ άλλων, λέει: «Άλλο να ποιείσαι τη θεά/ κι άλλο να γεννάει ο ρόλος αίμα».
Στιχάκι που μας φέρνει στο ‘λιγότερο’, του σήμερα και του κάτωθι:
«Πόσο λυπάμαι
Που ελπίζω σε κάτι τόσο λιγότερο
Κι όλο με πειράζει
Όλο με πληγώνει
Όλο με θλίβει
Όλο λιγότερο.
Μα δε με πειράζει
Που δε με νοιάζει
Αυτό είναι το χειρότερο»
Το οποίο λιγότερο έχει σκεπάσει με στάχτη απ’ τα καμένα τα πάντα - θέατρο, μουσική, πολιτική, σκέψη, αισθητική..
Κρατάμε όμως ακόμα.
Μπορεί αυτοί να μας κλαδεύουν, εμείς όμως ξαναπετάμε φυλλαράκια τρυφερά και ανοιχτοπράσινα.
Κρατάμε ακόμα, οι αισθηματίες.
Τελικά αξίζει να πάω;
«Επιθεώρηση» σου λένε οι άνθρωποι, δεν ακούς;
Σηκώνεις το χέρι, φωνάζεις «παρών», και πας.
- Πού πας, αγόρι μου, χωρίς μια χάντρα, μια πούλια, μια μουσελίνα;
Γύρνα πίσω να σου ξαναεξηγήσω.
Στην Αθηναΐδα αυτή τη σαιζόν, παίζουν «Επιθεώρηση», δηλαδή μιλάνε για σένα. Για το σήμερα, το τώρα σου και το τούδε και στο εξής σου.
Κάνε μια προσπάθεια λοιπόν, να πας καθωσπρέπεις διότι αλλιώς είναι σα να μην έχεις καταλάβει τίποτα.
Και μετά το τέλος της παράστασης, επιστρέφεις σπίτι και, ξέρεις εσύ:
«Κι όταν σκάω στο πι-σί μου
Για να πω την άποψή μου
Τα χορεύω στο ταψί μου
Πίτσι-πίτσι τα μωρά»
Πατάς ένα κλικ, μου στέλνεις το mailάκι και μου 'τη λες' που δεν σου προτείνω να πας στου Ρέμου ή στου Χατζηγιάννη, αλλά σε στέλνω όλο σε προγράμματα που ενδέχεται να σε κάνουν λίγο πιο ευγενή άνθρωπο.
Φέτος όμως την έχω την ατάκα για να σου την πω κι εγώ:
«Αγόρι μου, γιατί αυτοταπεινώνεσαι?»
ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ & Ω, ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ:
Σκηνοθεσία, κείμενα, μουσικές και τραγούδια: Σταμάτης Κραουνάκης
Κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ
Σκηνικός χώρος: Τάκης Χατούπης
Χορογραφία: Ιωάννα Κούνδουρου
Φωτισμοί : Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Ήχος: Γιάννης Χροσνόπουλος, Δημήτρης Μουρλάς
Επιμέλεια παραγωγής : Ελένη Συροπούλου, Γιούλα Αναγνωστοπούλου [Άριστα δέκα και στις δύο. Για το σθένος και την αγάπη]
Επικοινωνία : Δέσποινα Κραουνάκη [Άριστα δέκα, για την ταχεία εξυπηρέτηση και την άμεση ανταπόκριση. Την ευχαριστώ.]
Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ & τα ΟΡΓΑΝΑ
Πιάνο, μουσική διεύθυνση: Άρης Βλάχος
Κοντραμπάσο: Νίκος Χατζόπουλος
Κρουστά: Σοφία Καουλίδου
Ακορντεόν: Άννα Λάκη
Επιμέλεια ορχήστρας: Γιώργος Ζαχαρίου
ΠΑΙΖΟΥΝ επίσης:
Κλαρίνο, η Δάφνη Λέμπερου και πιάνο με ουρά (κατά το γάτα με πέταλα) ο Σταμάτης Κραουνάκης.
Γεωργία Λαιμού.
Ησουν κι εσύ εκεί; Πες μου τι είδες μ' ένα mail...: [email protected]