Η υπόθεση του έργου που γράφτηκε το 1901, στο γύρισμα δηλαδή του 20ου αιώνα, περιστρέφεται γύρω από τα τέσσερα παιδιά ενός μορφωμένου στρατιωτικού. Οι τρεις κόρες του και ο μοναχογιός του, «ξεμένουν» μετά τον θάνατό του στον τόπο της τελευταίας του μετάθεσης, σε μια απομακρυσμένη και μονότονη πόλη της ρωσικής επαρχίας. Ο στενός πυρήνας της οικογένειας και των στρατιωτικών φίλων τους λειτουργεί ως μια «νησίδα πολιτισμού» για τα αδέλφια και διατηρεί ζωντανή την ελπίδα της επιστροφής στην ιδανική πόλη των παιδικών τουw χρόνων, τη Μόσχα. Ωστόσο, η μικρή, ιδιότυπη κοινότητά τους φυλλορροεί μέσα στον χρόνο και την πραγματικότητα συμπαρασύροντας κάθε προσδοκία.
Ο Δημήτρης Τάρλοου με μια δραματουργική επεξεργασία- έκπληξη που υπογράφει ο ίδιος, κατάφερε να μεταφέρει την παράσταση από την παγωμένη ρωσική επαρχία στο ήπιο μεσογειακό κλίμα της Ελλάδας και να φέρει τους δύο πολιτισμούς σε άριστη επικοινωνία μεταξύ τους. Και μπορεί να μην είναι λίγες οι παραστάσεις που μεταφέρουν εύστοχα στο σήμερα κλασικά κείμενα, είναι όμως μετρημένες στα δάχτυλα ενός χεριού αυτές που καταφέρνουν να ανοίξουν ένα γόνιμο και εποικοδομητικό διάλογο ανάμεσα σε δύο αιώνες, ένα διάλογο που καταδεικνύει το γεγονός πως η ανθρώπινη ζωή, όσα χρόνια και αν περάσουν, όσα τεχνολογικά και επιστημονικά άλματα και αν γίνουν, στη βάση της θα είναι ακριβώς η ίδια, αμετάβλητη. Και η παράσταση αυτή το καταφέρνει με πολύ έξυπνες ιδέες και τεχνάσματα διατηρώντας ταυτόχρονα ένα έντονο τσεχωφικό άρωμα. Ο εξελληνισμός διάφορων ρωσικών ονομάτων, τοπωνυμίων, φυτών, ακόμη και τραγουδιών λειτούργησε άριστα. Κάπως έτσι στο τραπέζι σερβιρίστηκε γαλατόπιτα και αρνάκι στο φούρνο, κεράστηκε αντί για «κβας» τσιπουράκι, κάπως έτσι ακούσαμε στίχους του Οδυσσέα Ελύτη και του Μίλτου Σαχτούρη αντί Πούσκιν και Κριλόφ, αλλά και τα κλασικά ελληνικά τραγούδια «Πόσο λυπάμαι», «Τι και αν χαθείς», «Σταυραετοί»... Κάπως έτσι ο Κουλίγκιν έγινε Θόδωρος, η Μάσα Μαρία και οι σημύδες ... καραγάτσια.
Πολύτιμος αρωγός σ΄ολη αυτή την προσπάθεια του Τάρλοου η μουσική του Αγγελου Τριανταφύλλου, μία μείξη ρωσικών και βαλκανικών ήχων με τα χάλκινα πνευστά να κερδίζουν την παράσταση στις εκτελέσεις παραδοσιακών τραγουδιών και να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ακόμη πιο έντονης ατμόσφαιρας ματαίωσης. Λιτό και λειτουργικό το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου και ιδιαίτερα έξυπνη η συμβολική σύλληψη να “μεταμορφωθεί” σε αίθουσα αναμονής επιβατών (με τελικό προορισμό προφανώς την πόλη της Μόσχας).
Οι τρεις αδελφές «έδεσαν» με μοναδική θεατρική χημεία μεταξύ τους, καθώς αποτελούσαν μεν ένα αδιάσπαστο σύνολο ως οικογένεια, όμως διατηρούσε η καθεμία ξεχωριστά τη μοναδικότητα της, την απέραντη πλήξη της και τη μοναξιά της. Και οι τρεις τους ποθούν να επιστρέψουν στη Μόσχα, τη θεωρούν μοναδική αχτίδα φωτός στις μίζερες και πληκτικές ζωές τους, είναι η δικιά τους Ιθάκη, μόνο που ποτέ δεν θα φτάσουν σ΄αυτήν....
Η Λένα Παπαληγούρα στο ρόλο της Ειρήνης προσέδωσε στην ηρωίδα της συγκινητικά ψήγματα παιδικότητας και αγνής αθωότητας. Η ταλαντούχα ηθοποιός κατάφερε να ισορροπήσει στις έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις της ταραγμένης ψυχοσύνθεσής της, να περιδιαβεί στα δαιδαλώδη μονοπάτια του μυαλού της, να μας μεταφέρει την έντονη προσδοκία της για τη δική της Μόσχα, αλλά και την τελική ψυχολογική της κατάρρευση... Η Ιωάννα Παπά μάς εντυπωσίασε στο ρόλο της εξελληνισμένης Μαρίας, καθώς ακολούθησε κυριολεκτικά στις ανάσες της την τσεχωφική αυτή περσόνα. Εύθραυστη, μελαγχολική και βαθιά ματαιωμένη από τη ζωή της, εξόχως σπαραχτική στη σκηνή του αποχωρισμού της από τον αξιωματικό Βερσίνιν στο δεύτερο μέρος, ράγισε τις καρδιές μας και μας έκανε συμμέτοχους στο προσωπικό της δράμα. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, παρόλο που θύμιζε κατά πολύ την ερμηνεία της ως Μαρίνα στη «Μεγάλη Χίμαιρα», κατάφερε με το δικό της τρόπο να ενταχθεί στην ατμόσφαιρα της παράστασης χαρίζοντάς μας μία αρκετά συμπαθητική Όλγα.
Ο Λαέρτης Μαλκότσης στο ρόλο του Ανδρέα, του αδελφού της οικογένειας, δεν κατάφερε να μας πείσει επαρκώς, καθώς έδωσε μία αξιοπρεπή μεν, μονοδιάστατη δε ερμηνεία που δεν αντικατόπτριζε πλήρως το χαρακτήρα του. Ένσταση έχουμε και ως προς την ερμηνεία της Μαριάννας Δημητρίου στο ρόλο της Ναταλίας, της γυναίκας του Ανδρέα, καθώς δόθηκε στο χαρακτήρα της μία εκνευριστικά μόνιμη κωμική διάσταση που απορρόφησε όλη τη δυναμική του μετατρέποντάς τον σε μία κοινή καρικατούρα. Αντιθέτως, ο Κώστας Κορωναίος στο ρόλο του Θόδωρου, κατάφερε με τον ιδιαίτερο τρόπο του, που επίσης έκλινε έντονα στον αυτοσαρκασμό και στο κωμικό, αφενός μεν να διαγράψει την προσωπικότητα του κλασικού Ελληνα δημόσιου υπάλληλου που πασχίζει να συμβιβαστεί προκειμένου να μη διαταράξει στο ελάχιστο την οικογενειακή του γαλήνη και τις συνήθειές του, αφετέρου δε στο σύνολό του απέπνεε μία δραματικότητα που δεν τον άφησε στιγμή να παρεκκλίνει από τη μελαγχολική ατμόσφαιρα της παράστασης.
Καθαρόαιμος τσεχωφικός χαρακτήρας, ο Δημήτρης Μπίτος στο ρόλο του Σολιόνι εξέφρασε όλο τον ωμό ρομαντισμό του και ξεχώρισε με την πληθωρική του προσωπικότητα. Απολαυστική η στιγμή που συστήνεται ως Νικολάι Καρούζοφ (ρωσισμός του ονόματος του ποιητή Νίκου Καρούζου) και συγκλονιστική η στιγμή της ερωτικής του εξομολόγησης στην Μαρία. Ο Γιάννης Νταλιάνης απέδειξε για άλλη μια φορά το μέγεθος του θεατρικού του εκτοπίσματος, στο ρόλο του εγκλωβισμένου στις οικογενειακές του συμβάσεις μεσήλικα αξιωματικού, καθώς κατάφερε να πλάσει έναν έντονα γοητευτικό χαρακτήρα παρασύροντας τη Μαρία – Ιωάννα Παππά στην αγκαλιά του. Ο Παντελής Δεντάκης αντιστοίχως δεν μας έπεισε ως Τούζενμπαχ αρκούμενος σε μία περισσότερο εκτελεστική ερμηνεία. Ίσως με την πάροδο των παραστάσεων καταφέρει να “πατήσει” καλύτερα πάνω στο ρόλο του.
Αξίζει να δει κάποιος τις Τρεις Αδελφές; Επιβάλλεται μάλλον. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα φροντισμένη σκηνοθετικά και ερμηνευτικά παράσταση που παραμένει στη βάση της βαθιά κλασική, εμποτίζεται όμως ταυτόχρονα με ευρηματική σύλληψη από ισχυρές δόσεις ελληνικών ηθών, εθίμων και συνηθειών.
Γεωργία Οικονόμου
[email protected]